Ted Hughes | Ποιήματα με Ζώα

 

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΟΡΑΚΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΦΑΝΤΑ-ΤΟΤΕΜ

Μια φορά κι έναν καιρό

Ο Θεός έφτιαξε τον Ελέφαντα.

Τότε ήταν μικρός και ντελικάτος

Καθόλου παράξενος,

Ούτε μελαγχολικός

Οι ‘Υαινες τραγουδούσαν στα χαμόκλαδα: Είσαι όμορφος-

Φανέρωναν τα καψαλισμένα κεφάλια τους με τις σαρδόνιες εκφράσεις

Σαν μισοσαπισμένες πληγές ακρωτηριασμών-

Φθονούμε τη χάρη σου

Χόρευαν μες την αγκαθωτή βλάστηση

Ω πάρε μας μαζί σου στη Χώρα της Γαλήνης

Ω άχρονα μάτια αθωότητας και καλοσύνης

Βγάλε μας απ’τα καμίνια

Και τις φωτιές των καπνισμένων προσώπων μας

Μέσα σε αυτά τα κολαστήρια σπαρταράμε

Αποκλεισμένοι πίσω από τις μπάρες των δοντιών μας

Σε ακατάπαυστη μάχη μ’ένα θάνατο

Μεγάλο όσο η γη

Και με τη δύναμη της γης.

Κι έτσι οι Ύαινες έτρχαν πίσω από την ουρά του Ελέφαντα

Σαν ευκίνητη λαστιχένια μπάλα

Περιδιάβαινε χαρούμενα μέσα στην ξεγνοιασιά του

Μα δεν ήταν Θεός όχι δεν ήταν δική του δουλειά

Να συνετίσει τους καταραμένους.

Με μένος  με τρέλλα τότε, έβαλαν φωτιά στα ρύγχη τους

Ξέσχισαν τα σπλάχνα του

Τον μοίρασαν ανάμεσα σε κάθε κόλασή τους

Για να κλάψουν πάνω από τα κομάτια του

Φλογισμένα, καταφαγωμένα

Μέσα σε παρελάσεις κολασμένων γέλιων.

Στην Ανάσταση των Νεκρών

Ο Ελέφαντας συνάρμολόγησε τον εαυτό του προσεκτικά

Θανατηφόρα πέλματα και αδιαπέραστο κορμί και πανίσχυρα κόκκαλα

Και εντελώς αλλαγμένα μυαλά

Πίσω από γερασμένα μάτια, γεμάτα πονηριά και σοφία.

‘Ετσι μέσα στο πορτοκαλί λυκόφως και τις γαλάζιες σκιές

Της Μέλλουσας ζωής, ανεμπόδιστος και τεράστιος,

Ο Ελέφαντας βαδίζει το δρόμο του, μια κινούμενη έκτη αίσθηση

Και αντίθετα και παράλληλα

Οι άγρυπνες  Ύαινες προχωρούν

Κατα μήκος του αδειανού ορίζοντα τρέμοντας σαν πυρακτωμένες λαμαρίνες

Τρέχουν μαστιγωμένες

Τα ντροπιασμένα τους λάβαρα διπλωμένα σφιχτά

Κάτω απ’τα σωθικά τους.

Μπουκωμένες με σάπιο γέλιο

Κηλιδωμένες απ’το μαύρο υγρό που αναβλύζει

Και τραγουδούν: « Δική μας είναι η χώρα

Των ηδονών και όμορφο

Το σαπρό στόμα της λεοπάρδαλης

Και τα μνήματα του πυρετού

Γιατί μόνο αυτά μας ανήκουν-»

Και ξερνούν το γέλιο τους.

Και ο Ελέφαντας τραγουδάει βαθιά μες στο λαβύρινθο του δάσους

Για ένα αστέρι αείζωης και ανώδυνης γαλήνης

Αλλά κανένας αστρονόμος δεν μπορεί να το βρει.

(από το “Crow”, 1971)

 

 

Η ΑΡΚΟΥΔΑ

Μέσα στο πελώριο, ορθάνοιχτο, κοιμισμένο μάτι του βουνού

Η αρκούδα είναι η λάμψη στην κόρη

Έτοιμη να ξυπνήσει

Και ακαριαία να εστιάσει.

Η αρκούδα κολλάει

Την αρχή με το τέλος

Με κόλλα απ’των ανθρώπων τα κόκκαλα

Στον ύπνο της.

Η αρκούδα σκάβει

Στον ύπνο της

Το τείχος του Σύμπαντος

Μ’ενός αθρώπου οστό.

Η αρκούδα είναι πηγάδι

Πολύ βαθύ για να λάμψει

Εκεί χωνεύεται

Η κραυγή σου.

Η αρκούδα είναι ποτάμι

Εκεί όσοι σκύβουν για να πιούν

Αντικρύζουν το νεκρό εαυτό τους.

Η αρκούδα κοιμάται

Μέσα σ’ένα βασίλειο τοίχων

Μέσα σ’ένα δίκτυο ποταμών.

Είναι ο βαρκάρης

Για τη χώρα των νεκρών.

Η αμοιβή της είναι τα πάντα.

(από το “Wodwo” 1967)

 

 

ΤΟ ΟΥΡΛΙΑΧΤΟ ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ

Είναι απόκοσμο.

Τι σέρνουν από τα μακριά λουριά του ήχου

Που διαλύεται μες τη σιγαλιά του αέρα;

Έπειτα το κλάμμα ενός μωρού, μέσα στο δάσος των λιμασμένων σιωπών,

Φέρνει τους λύκους τρέχοντας.

Το κούρδισμα ενός βιολιού, μέσα στο δάσος λεπτοκαμωμένο σαν το αυτί μιας κουκουβάγιας,

Φέρνει τους λύκους τρέχοντας-φέρνει τις ατσάλινες παγίδες που κροταλίζουν στάζοντας σάλια,

Ατσάλι ντυμένο με γούνα για να μη ραγίσει από το κρύο,

Τα μάτια που δεν έμαθαν ποτέ πως έγινε

Και πρέπει να ζήσουν έτσι,

Πως πρέπει να ζήσουν

Η αθωότητα χώθηκε στα ορυκτά

.

Ο αγέρας σαρώνει τον κυρτωμένο λύκο που τρέμει.

Ουρλιάζει δεν ξέρεις αν είναι από αγωνία ή χαρά.

Η γη βρίσκεται κάτω απ’τη γλώσσα του,

Ένα νεκρό βάρος σκοταδιού, που προσπαθεί να δει μεσα απ’τα μάτια του.

Ο λύκος ζει για τη γη.

Όμως ο λύκος είναι μικρός, δεν καταλαβαίνει πολλά.

Τρέχει μπρος πίσω, κυνηγώντας τη διαίσθησή του και κλαίγοντας γοερά.

Πρέπει να ταίσει τη γούνα του.

Η νύχτα χιονίζει άστρα και η γη ραγίζει.

(από το “Wodwo”,1967)

 

 

ΚΑΒΟΥΡΕΣ-ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ

Καθώς πέφτει η νύχτα και σκουραίνει η θάλασσα,

Ένα βάθος σκοτεινό πυκνώνει, συναθροιζόμενο από τους πόντους και τις υποβρύχιες χώρες,

Μέχρι την άκρη της θάλασσας. Στην αρχή

Μοιάζει ν’αποκαλύπτει βράχια, σκίζοντας τη χλωμάδα τους.

Σταδιακά εξουθενώνει τα έργα της παλίροιας,

Η δύναμή του διαρρέει από απαστράπτοντα κουβούκλια κι έρχονται οι κάβουρες

Κάβουρες γίγαντες, κάτω από επίπεδα καύκαλα, ατενίζουν την ενδοχώρα

Ένα χαράκωμα γεμάτο κράνη.

Φαντάσματα, είναι κάβουρες φαντάσματα.

Αναδύονται

Ένα αόρατο ξερατό του θαλάσσιου ψύχους

Πάνω από τον άνθρωπο που περιπλανιέται στην αμμουδιά.

Ξεχύνονται στη στεριά, μέσα στο μενεξεδί καπνό που αναθρώσκει

Από τα δάση και τις πολιτείες μας-ένα συμπαγές κύμα

Από ψηλές, εκπληκτικές οπτασίες

Που γλιστρούν σαν δονήσεις μέσα στο νερό.

Οι τοίχοι, τα κορμιά μας, δεν είναι εμπόδια γι’αυτούς.

Η πείνα τους φωλιάζει αλλού.

Δεν μπορούμε να τους δούμε ούτε να τους αγνοήσουμε.

Τα κινούμενα στόματα, τα μάτια τους

Με ένα αργό ορυκτό μένος

Διαριγνύουν την ανυπαρξία μας όταν ξαπλώνουμε στα κρεβάτια μας,

Ή καθόμαστε σε ένα δωμάτιο. Ίσως ταράζουν τα όνειρά μας.

Ή πεταγόμαστε απότομα απ’τον ύπνο ανάμεσα στα υπάρχοντά μας

Με κομμένη την ανάσα, λουσμένοι στον ιδρώτα, με μυαλό μπερδεμένο, τυφλό

Στο φως του λαμπτήρα. Κάποτε, για μερικές στιγμές, μ’ένα γλίστρημα

Παρακολουθούμε

Έναν όγκο σιωπής

Να στοιβάζεται ανάμεσά μας. Οι κάβουρες αυτοί κατέχουν τον κόσμο.

Όλη τη νύχτα, ολόγυρά μας και μέσα από μας,

Καταδιώκουν ο ένας τον άλλο, γατζώνονται ο ένας στον άλλο

Καβαλούν ο ένας τον άλλο, ξεσχίζουν ο ένας τον άλλο,

Ολοκληρωτικά εξαντλούν ο ένας τον άλλο.

Είναι η δύναμη του κόσμου τούτου.

Εμείς είμαστε τα βακτήριά τους,.

Πεθαίνουμε τη ζωή τους και ζούμε το θάνατό τους.

Την αυγή, αποτραβιούνται αργά πίσω από την άκρη της θάλασσας.

Είναι ο σάλος της ιστορίας, ο σπασμός

Στις ρίζες του αίματος, στους κύκλους της ταύτισης.

Γι’αυτούς, οι ρημαγμένες χώρες μας είναι άδεια πεδία μάχης

Όλη τη μέρα ανασυγκροτούνται κάτω από τη θάλασσα.

Το τραγούδι τους, μια απαλή αύρα σπάει πάνω στα βράχια ενός ακρωτηρίου,

Όπου μόνο κάβουρες μπορούνε να ακούσουν.

Είναι τα μοναδικά παιχνίδια του Θεού.

(από το “Wodwo” 1967)

 

 

Η ΣΚΕΨΗ ΑΛΕΠΟΥ

Φαντάζομαι το δάσος αυτής της μεταμεσονύκτιας στιγμής:

Κάτι άλλο ακόμα είναι ζωντανό

Εκτός από τη μοναξιά του ρολογιού

Κι αυτή τη λευκή σελίδα όπου κινούνται τα δάχτυλά μου.

Έξω από το παράθυρο κανένα αστέρι:

Κάτι πιο κοντινό

Αν και βαθύτερα χωμένο στο σκοτάδι

Εισβάλλει στην μοναξιά:

Ψυχρή, με την απαλότητα του νυχτερινού χιονιού

Η μύτη μιας αλεπούς αγγίζει φύλλα και κλαδιά

Δυο μάτια υπηρετούν την κίνηση, που τώρα

Και πάλι τώρα, και τώρα, και τώρα

Αποθέτει καθαρά ίχνη πάνω στο χιόνι

Ανάμεσα στα δέντρα, και επιφυλακτικά μια αδύναμη

Σκιά αργοπορεί δίπλα σε κούτσουρα και κουφάλες

Ένα σώμα ξεπροβάλλει θαρρετά

Μέσα από ξέφωτα, το μάτι

Ένα πράσινο που βαθαίνει και ανοίγει,

Με ευφυία, με συγκέντρωση,

Εντρυφεί στις δικές του υποθέσεις

Μέχρι, που με μια έξαφνη οξεία καυτή οσμή αλεπούς

Εισέρχεται στη σκοτεινή οπή του εγκεφάλου.

Το παράθυρο ακόμα δίχως άστρα το ρολόι χτυπά,

Η σελίδα τυπώνεται.

(από το “Hawk in the rain” 1957)

 

 

Κορυδαλλοί στον ουρανό

I

Ο κορυδαλλός ανυψώνεται
Σαν προειδοποίηση
Σα να ήταν ανήσυχη η γη-
Το στήθος του μια κάννη στοχεύει τα ύψη
Σαν Ινδιάνος των πανύψηλων Ανδεων,

Eνα κεφάλι αρματωμένο, ακιδωτό σαν κυνηγετικό τόξο,

Αλλά μολυβένιο
Με μύες
Για τον αγώνα
Ενάντια
Στης γης το κέντρο.

Και μολυβένιο
Για έρμα
Στη θύελλα της αναπνοής που εκτοξεύεται

Μολυβένιο
Σαν σφαίρα
Να εκτοπίσει
Τη ζωή από το κέντρο της
II

Σκληρότερος από αητό ή κουκουβάγια

Ενα πουλί που εκτινάσσεται από το λοφίο του κεφαλιού
Με την προσταγή, Μην πεθάνεις

Αλλά σκαρφάλωνε

Σκαρφάλωνε

Τραγούδα

Υπάκουος όπως ένα πράγμα νεκρό στον θάνατο.
III

Υποθέτω πως απλά λαχανιάζεις κι αφήνεις το λαχάνιασμά σου
Να μπαινοβγαίνει στο λαρύγγι σου
Ω κορυδαλλέ
Και τραγουδάς εισπνέοντας κι εκπνέοντας
Σαν ένα κύμα ωκεάνιο που αλέθει τα βότσαλα
Ω κορυδαλλέ

Ω τραγούδι κι από τις δύο πλευρές ακατανόητο-
Χαρά! Βοήθεια! Χαρά! Βοήθεια!
Ω κορυδαλλέ
IV

Σταματάς για ανάπαυση, ψηλά εκεί, ταλαντεύεσαι
Πάνω από την πτώση

Χωρίς σταματημό τραγουδώντας

Ανάπαυση μόνο για μια στιγμή

Μικρή πτώση ελάχιστη

Μετά πάνω και πάνω και πάνω

Σαν ποντικός που πνίγεται
Ξετυλίγοντας το μασούρι των βημάτων του στο τοίχωμα του πηγαδιού

Θρηνώντας, αρπάζεται για λίγο-

Αλλά ο ήλιος δεν δίνει σημασία
Και το κέντρο της Γης χαμογελά.
V

Η δική μου νωθρότητα πυκνώνει
Κοιτάζοντας τον κορυδαλλό να μοχθεί δίπλα στο σύννεφο
Αναρριχιέται
Με κόπο εφιαλτικό
ψηλά μέσα στο τίποτα

Τα φτερά του συνθλίβονται, η καρδιά του θα βροντάει σαν μηχανή,
Σα να ήταν πια πολύ αργά, πολύ αργά
Διαλύεται στον αιθέρα
Το τραγούδι του ξετυλίγεται όλο και πιο γρήγορα
Και ο ήλιος  γυρίζει
Ο κορυδαλλός εξατμίζεται
Μέχρι που ο ιστός του ματιού μου σπάει
και η ακοή μου επιστρέφει αιωρούμενη στη Γη

Και μετά ο ουρανός στέκεται ανοιχτός και άδειος
Χωρίς φτερά, και η Γη ένας σβώλος από χώμα.

Μόνον ο ήλιος εξακολουθεί σιωπηλά και ατέρμονα με το
τραγούδι του κορυδαλλού.
VI

Ολο το ζοφερό κυριακάτικο πρωινό
Ο ουρανός ένα φρενοκομείο
Με τις φωνές και τις τρέλες των κορυδαλλών,

Να στριγγλίζουν, να φλυαρούν, να καταριούνται

Με τα κεφάλια ριγμένα πίσω, τους βλέπω,
Με τα φτερά τους σχεδόν σκισμένα – εκεί ψηλά

Σαν θυσίες που αρμενίζουν
Τα αναθήματα της ανελέητης Γης

Οι ιεραπόστολοι της τρελής Γης.
VII

Σαν εκείνες τις φλόγες που μαίνονται
Την κορυφή μιας πυρκαγιάς που κορώνει
Νύχια αρπακτικού που αιωρούνται κρατώντας εκείνο που τα τρέφει

Οι κορυδαλλοί μεταφέρουν τη γλώσσα τους μέχρι το έσχατο άτομο
Εκσφενδονίζοντας ξανά και ξανά τις τελευταίες σπίθες τους έξω απ’ τα όρια-
Κι είναι μια ανακούφιση, μια δροσερή αύρα
Οταν πια χορτάσουν, όταν καούν εντελώς
Και ο Ηλιος τούς ρουφήξει ώς το μεδούλι
Και η Γη τούς δώσει την έγκρισή της

Και γαληνεύουν, αφήνονται σε κελαηδισμούς αλλιώτικους

Βουτούν και πλανάρουν, όχι ακόμα σίγουροι αν μπορούν
Και μετά σίγουροι πια πέφτουν

Και ίσως ολόκληρος ο αγώνας έγινε γι’ αυτό

Την κάθετη θανάσιμη πτώση

Με μακρόσυρτες κοφτερές κραυγές συντρίβονται σαν ξυράφια

Αλλά μόλις πριν φυτευτούν στη Γη

Πεταρίζουν και γλιστρούν χαμηλά στο γρασίδι, μετά πιο πάνω
Για να προσγειωθούν πάνω σ’ έναν τοίχο, με το λοφίο ψηλά

Χωρίς βάρος
Εκπληρωμένοι
Εναργείς

Με τη συνείδηση άθικτη.
VIII

Δεσμευμένος με αίμα,
Ακούγοντας με το κεφάλι γερτό
Δεμένος στον στύλο του (να μην πεθάνει πρηνής)
Αφουγκράζεται το μακρινό κοράκι
Καθοδηγεί τον κορυδαλλό που πλησιάζει
Με το τυφλό του τραγούδι

«Οτι ένα φτωχό μικρό πλάσμα πιο αδύναμο και παραπλανημένο από
σένα
Θα σου κλέψει το μυαλό
Την ακοή
Και την ίδια τη ζωή σου».

(από τη συλλογή “�Wodwo”, 1967)

Μια μύγα του αγρού τον Σεπτέμβρη

Παλεύει μέσα στο δίχτυ της χλόης – χωρίς να πετά,
Το φτερωτό, άκαμπτο, ελαφρύ σύμπλεγμα των μελών
Ταλαντεύεται, σαν ένα αρχαίο άρμα, μια τελετουργική καρότσα
φορτωμένη
Διασχίζοντας κορυφογραμμές
(Χωρίς να πετά πάνω από το νερό, βουτώντας την ουρά της)
Αλλά παραπατώντας με μεγάλες δρασκελιές, γλιστράει, ζουζουνίζει
Με πυρόχρωμα λαμπερά φτερά
Από σύγκρουση σε σύγκρουση.
Ασκοπα χωρίς κατεύθυνση,
Μοχθεί μέχρι τέλους εργάζεται με μανία να δραπετεύσει από αυτό το εξουθενωτικό γίγνεσθαι, πόδια, χορτάρια,
Τον κήπο, τη χώρα, τη χώρα, τον κόσμο-

Καμιά φορά ξεκουράζεται μερικά λεπτά στο δάσος της χλόης
Σαν ήρωας παραμυθιού, μόνον ένα θαύμα μπορεί να τη βοηθήσει.
Δεν μπορεί να εμβαθύνει στο μυστήριο αυτού του δάσους
Στο οποίο, για παράδειγμα, υπάρχει ένας γίγαντας που κοιτά-
Ο γίγαντας που γνωρίζει πως δεν θα γλιτώσει με κανέναν τρόπο.

Ο αρθρωτός σκελετός από καλάμι,
Οι ωμοπλάτες σαν του αστακού και το πρόσωπο
Σαν ένας χαζός δράκος, με το τρυφερό μουστάκι του,
Και τα απέριττα άχρωμα εκκλησιαστικά παράθυρα των φτερών της
Θα εξαντληθούν, καθώς ψάχνουν, πολύ σύντομα
Καθετί επάνω της, κάθε τελειοποιημένο άμφιο
Είναι ήδη περιττό.
Η τερατώδης πλησμονή των σκελών και των σγουρών ποδιών της
Είναι ένα πρόβλημα που την ξεπερνά.
Η ανάλυση της γλυκόζης και της χιτίνης ανεπαρκής
Να την περάσει μέσα από της απέραντες εκτάσεις των μίσχων.

Τα ξεφτισμένα φύλλα της μηλιάς, το κοράκι που κρώζει, το κουφάρι
του τρακτέρ
Βουλιαγμένο στις τσουκνίδες, περιμένουν πολλαπλασιασμένα
Σαν άλλοι γαλαξίες
Η σεπτεμβριάτικη πομπή του ουρανού προς Βορρά, η πελώρια απαλή
αρματωσιά,
Σαν μια αυτοκρατορία που μετακινείται,
Την εγκαταλείπει, ελάχιστα αξιόμαχη
Με τα μπερδεμένα μέλη της και το σαστισμένο της μυαλό.
(από τη συλλογή “Autumn Notes”, 1976)
Ενα χέλι

Το παράξενο είναι το κεφάλι του. Το κεφάλι της. Οι παράξενα
μεστωμένοι
Τρούλοι πάνω από το μυαλό, φουσκωμένοι θάλαμοι
Για ιδιαιτέρως μεγάλο περιεχόμενο. Αδένες με λοβούς
Ευρύτατης οξυδέρκειας. Απόκοσμο το κεφάλι του χελιού.
Αυτό το ώριμο, βαθυκόκκινο, λείο φρούτο της εξέλιξης.
Από κάτω, το ρύγχος της ένα ζουληγμένο μούτρο σαν παντόφλα,
Το στόμα χαμογελά απαθώς,
Αρπακτικό με προγναθισμό. Και η ίριδα, λεκιασμένο χρυσό
Απόσταγμα ελάχιστα διαφορετικό
Από τις ελαιώδεις φλέβες του κορμιού της,
Τα διάστικτα μαύρα υφαντά. Και κυκλωμένη ολόγυρα
Mε μια πιο θολή όραση, ένα προγενέστερο μάτι
Πίσω από το μάτι της, χλωμότερο, πιο τυφλό,
Στραμμένο μέσα. Η βουβαλίσια καμπούρα της
Είναι η εκκίνηση του θαύματος της κίνησής της.
Το μεσαίο θωρακικό πτερύγιο – ομολογία
Της ψαρίσιας ζωής – κρυμμένο
Ισόπεδο με το παραπλανητικό κουστούμι της: από κάτω
Στη χλωμάδα του δέρματος αποκαλύπτεται ένα χέλι πιο βαθύ
Και η κοιλιά της, θαμπό μαργαριτάρι.
Κι ακόμα πιο παράξενο, το ικανό να αποτυπώσει τον αντίχειρα δέρμα,
Η λαστιχένια ύφανση της μόνωσής της. Ολόκληρο το σώμα της
Δαμασκηνό της ταυτότητας. Αυτήν
Ελευθερώνει στη Σαργασσό
Με την πιο μύχια ελπίδα. Η ζωή της ένα κελί
Σφραγισμένο από συμβάντα, η υπομονή της
Παγκόσμια πλαταίνει από την αγάπη
Των γερμένων άστρων σα να ήταν αυτή
Της γης η μόνη ιέρεια. Μοναχή
Μέσα στα εκατομμύρια του πλυθησμού της, προσκυνητής του φεγγαριού,
Του νερού η καλόγρια.
II

Από πού έρχεται το ποτάμι;
Και το χέλι, ο νυχτερινός νους του νερού
Το ποτάμι μέσα στο ποτάμι και αντίσροφα-
Το νυχτερινό νεύρο του νερού;

Οχι από της Γης τη λασπωμένη μνήμη
Ούτε απ’ του ανέμου τη φαντασία
Ούτε απ’ του Ηλιου το ξεχείλισμα

Από τον βυθό της λίμνης του τίποτα
Σαργασσό του Θεού
Μέσα από την κενή σπείρα των άστρων

Μια φεγγοβολούσα οντότητα.

(από τη συλλογή “River”, 1983)
Ερωτικό τραγούδι

Tον αγαπούσε και την αγαπούσε
Με τα φιλιά του ρουφούσε ολόκληρο το παρελθόν και το μέλλον της, ή τουλάχιστον προσπαθούσε.
Τέτοιας λογής ήταν η όρεξή του
Τον δάγκωνε τον μασουλούσε τον ρούφαγε
Τον ήθελε ολόκληρο μέσα της
Ασφαλή και σίγουρο για πάντα
Οι μικρές κραυγές τους φτερούγιζαν στις κουρτίνες

Τα μάτια της δεν ήθελαν ν’ αφήσουν τίποτα να ξεφύγει
Τα βλέμματά της κάρφωναν τα χέρια του, τους καρπούς του, τους αγκώνες του
Τη γράπωσε δυνατά έτσι ώστε η ζωή
Να μην μπορέσει να την αρπάξει από αυτή τη στιγμή
Ηθελε όλο το μέλλον να πάψει
Ηθελε να ρίξει τα μπράτσα του γύρω της
Και να πετάξουν πέρα από την όχθη της στιγμής αυτής
Στο τίποτα ή στην αιωνιότητα ή σε ό,τι τελοσπάντων υπάρχει.
Το αγκάλιασμά της ήταν μια τεράστια προσπάθεια
Να τον αποτυπώσει στα κόκκαλά της
Το χαμόγελό του η σοφίτα ενός νεραϊδένιου παλατιού
Οπου ο αληθινός κόσμος δεν θα έμπαινε ποτέ
Το χαμόγελό της δάγκωμα αράχνης
Να τον κρατήσει ακίνητο μέχρι να νιώσει πείνα
Τα λόγια του στρατός κατοχής
Το γέλιο της δολοφονική απόπειρα
Η μορφή του βόλι, στιλέτο εκδίκησης
Το βλέμμα της φάντασμα στη γωνία με φρικτά μυστικά
Το ψιθύρισμά του μαστίγιο και δερμάτινη μπότα
Τα φιλιά της δικηγόροι που γράφουν ακατάπαυστα
Τα χάδια του τα στερνά δολώματα ενός ναυαγού
Τα χάδια της τριγμοί από κλειδωνιές
Και οι βαθιές κραυγές τους να έρπουν στο πάτωμα
Σαν ένα ζώο που σέρνει μια μεγάλη παγίδα

Οι υποσχέσεις του χειρουργική μάσκα
Οι υποσχέσεις της αφαίρεσαν την κορυφή του κρανίου του
Για να φτιάξει απ’ αυτό ένα κόσμημα.
Οι όρκοι του εξόριξαν τους τένοντές της
Για να της δείξει πώς φτιάχνουν έναν ερωτικό κόμπο.
Οι όρκοι της έβαλαν τα μάτια του στη φορμόλη
Στο πίσω μέρος του κρυφού της συρταριού.
Τα ουρλιαχτά τους κολλούσαν στον τοίχο.

Τα κεφάλια τους χωρίστηκαν στον ύπνο σαν τα δύο μισά
Ενός πεπονιού, αλλά είναι δύσκολο να σταματήσει ο έρωτας

Στον περιελισσόμενο ύπνο τους αντάλλαξαν χέρια και πόδια
Στα όνειρά τους πήραν ο ένας τον άλλο όμηρο

Το πρωί φορούσαν ο ένας το πρόσωπο του άλλου.

Μετάφραση Κατερίνα Ηλιοπούλου, δημοσιεύτηκαν στο περιοδικο poema τεύχος 4, 5

CROW’S ELEPHANT TOTEM SONG

Once upon a time
God made this elephant
Then it was delicate and small
It was not freakish at all
Or melancholy

The Hyenas sang in the scrub: You are beautiful-
They showed their scorched heads and grinning
Expressions
Like the half-rotted stumps of amputations-
We envy your grace
Waltzing through the thorny growth
O take us with you to the Land of the Peaceful
O ageless eyes of innocence and kindliness
Lift us from the furnaces
And furies of our blackened faces
Within these hells we writhe
Shut in behind the bars of our teeth
In hourly battle with a death
The size of the earth
Having the strength of the earth.

So the Hyenas ran under the Elephant’s tail
As like a lithe and rubber oval
He strolled gladly around inside his ease
But he was not God no it was not his
To correct the damned
In rage in madness then they lit their mouths
They tore out his entrails
They divided him among their several hells
To cry all his separate pieces
Swallowed and inflamed
Amidst paradings of infernal laughter.

At the Resurrection
The Elephant got himself together with correction
Deadfall feet and toothproof body and bulldozing bones
And completely altered brains
Behind aged eyes, that were wicked and wise.

So through the orange blaze and blue shadow
Of the afterlife, effortless and immense,
The Elephant goes his own way, a walking sixth sense,
And opposite and parallel
The sleepless Hyenas go
Along a leafless skyline trembling like an oven roof
With a whipped run
Their shame-flags tucked hard down
Over the gutsacks
Crammed with putrefying laughter
Blotched black with the leakage and seepings
And they sing: “Ours is the land
Of loveliness and beautiful
Is the putrid mouth of the leopard
And the graves of fever
Because it is all we have-”
And they vomit their laughter
And the Elephant sings deep in the forest-maze
About a star of deathless and painless peace
But no astronomer can find where it is.

THE BEAR

In the huge, wide-open, sleeping eye of the mountain
The bear is the gleam in the pupil
Ready to awake
And instantly focus.

The bear is gluing
Beginning to end
With glue from people�s bones
In his sleep.

The bear is digging
In his sleep
Through the wall of the Universe
With a man�s femur.

The bear is a well
Too deep to glitter
Where your shout
Is being digested.

The bear is a river
Where people bending to drink
See their dead selves.

The bear sleeps
In a kingdom of walls
In a web of rivers.
He is the ferryman
To dead land.

His price is everything.

THE HOWLING OF WOLVES

Is without world.

What are they dragging up and out on their long leashes of sound
That dissolves in the mid-air silence?

Then crying of a baby, in this forest of starving silences,
Brings the wolves running.
Tuning of a violin, in this forest delicate as an owl’s ear,
Brings the wolves running – brings the steel traps clashing and slavering,
The steel furred to keep it from cracking in the cold,
The eyes that never learn how it has come about
That they must live like this,

That they must live

Innocence crept into minerals.

The wind sweeps through and the haunched wolf shivers.
It howls you cannot say whether of agony or joy.

The earth is under its tongue,
A dead weight of darkness, trying to see through its eyes.
The wolf is living for the earth.
But the wolf is small, it comprehends little.

It goes to and fro, trailing its haunches and whimpering horribly.
It must feed its fur.

The night snows stars and the earth creaks.

GHOST CRABS

At night fall, as the sea darkens,
A depth darkness thickens, mustering from the gulfs and the submarine badlands,
To the sea’s edge. To begin with
It looks like rocks uncovering, mangling their pallor.
Gradually the labouring of the tide
Falls back from its productions,
Its power slips back from glistening nacelles, and they are crabs
Giant crabs, under flat sculls, staring inland
Like a packed trench of helmets.
Ghosts, they are ghost-crabs.
They emerge
An invisible disgorging of the sea’s cold
Over the man who strolls along the sands.
They spill inland, into the smoking purple
Of our woods and towns – a bristling surge
Of  tall and stuggering spectres
Gliding like shocks through water.
Our walls, our bodies, are no problem to them.
Their hungers are homing elsewhere.
We cannot see them or turn our minds from them.
Their bubbling mouths, their eyes
In a slow mineral fury
Press through our nothingness where we sprawl on our beds,
Or sit in our rooms. Our dreams are ruffled maybe.
Or we jerk awake to the world of our possessions
With a gasp, in a sweat burst, brains jamming blind
Into the bulb-light. Sometimes, for minutes, a sliding
Staring
Thickness of silence
Presses between us. These crabs own this world.
All night, around us or through us,
They stalk each other, they fasten on to each other,
They mount each other, they tear each other to pieces,
They utterly exhaust each other.
They are the powers of this world.
We are their bacteria,
Dying their lives and living their deaths.
At dawn, they slide back under the sea’s edge.
They are the turmoil of history, the convulsion
In the roots of blood, in the cycles of concurrence.
To them, our cluttered countries are empty battleground.
All day they recuperate under the sea.
Their singing is like a thin sea-wind flexing in the rocks of a headland,
Where only crabs listen.

They are God’s only toys.

THE THOUGHT-FOX

I imagine this midnight moment’s forest:
Something else is alive
Beside clock’s loneliness
And this blank page where my fingers move.

Through the window I see no star:
Something more near
Though deeper within darkness
Is entering the loneliness:

Cold, delicately as the dark snow
A fox’s nose touches twig, leaf;
Two eyes serve a movement, that now
And again now, and now, and now

Sets neat prints into the snow
Between trees, and warily a lame
Shadow lags by stump and in hollow
Of a body that is bold to come

Across clearings, an eye,
A widening deepening greenness,
Brilliantly, concentratedly,
Coming about its own business

Till, with a sudden sharp hot stink of fox
It enters the dark hole of the head.
The window is starless still; the clock ticks,
The page is printed.

Skylarks

I

The lark begins to go up
Like a warning
As if the globe were uneasy-
Barrel-chested for hights,
Like an Indian of the high Andes,

A whippet head, barbed like a hunting arrow,

But leaden
With muscle
For the struggle
Against
Earth’s centre

And leaden
For ballast
In the rocketing storms of the breath.

Leaden
Like a bullet
To supplant
Life from its centre
II

Crueller than owl or eagle

A towered bird, shot through the crested head
With the command, Not die

But climb

Climb

Sing

Obedient as to death a dead thing.
III

I suppose you just gape and let your gaspings
Rip in and out your voicebox
O lark

And sing inwards as well as outwards
Like a breaker of ocean milling the shingle
O lark

O song, incomprehensibly both ways-
Joy! Help! Joy! Help!
O lark
IV

You stop to rest, far up, you teeter
Over the drop

But not stopping singing

Resting only for a second

Dropping just a little

Then up and up and up

Like a mouse with drowning fur
Bobbing and bobbing at the well-wall

Lamenting, mounting a little-

But the sun will not take notice
And the earth�s centre smiles.
V

My idleness curdles
Seeing the lark labour near its cloud
Scrambling
In a nightmare difficulty
Up through the nothing

Its feathers thrash, its heart must be draumming like a
motor,
As if it were too late, too late
Dithering in ether
Its song whirls faster and faster
And the sun whirls
The lark is evaporating
Till my eye’s gossamer snaps
and my hearing floats back widely to earth

After which the sky lies blank open
Without wings, and the earth is a folded clod.

Only the sun goes silently and endlessly on with the
lark’s song.
VI

All the dreary Sunday morning
Heaven is a madhouse
With the voices and frenzies of the larks,

Sqealing and gibbering and cursing

Heads flung back, as I see them,
Wings almost torn off backwards-far up

Like sacrifices set floating
The cruel earth’s offerings

The mad earth’s missionaries.
VII

Like those flailing flames
The lift from the fling of a bonfire
Claws dangling full of what they feed on

Tha larks carry their tongues to the last atom
Battering and battering their last sparks out at the limit-
So it’s a relief, a cool breeze
When they’ve had enough, when they’re burned out
And the sun’s sucked them empty
And the earth gives them the O.K.

And they relax, drifting with changed notes

Dip and float, not quite sure if they may
Then they are sure and they stoop

And maybe the whole agony was for this

The plummeting dead drop

With long cutting screams buckling like razors

But just before they plunge into the earth

They flare and glide off low over grass, then up
To land on a wall- top, crest up,

Weightless,
Paid up,
Alert,

Conscience perfect.
VIII

Manacled with blood,
Cuchulain listened bowed,
Strapped to his pillar (not to die prone)
Hearing the far crow
Guiding the near lark nearer
With its blind song

“That some sorry little wight more feeble and misguided than
thyself
Take thy head
Thine ear
And thy life’s carrer from thee”

(from “Wodwo”, 1967)

A Cranefly in September

She is stuggling through grass-mesh-not flying,
Her wide-winged, stiff, weightless basket-work of limbs
Rocking, like an antique wain, a top-heavy ceremonial
cart
Across mountain summits
(Not planing over water, dipping her tail)
But blundering with long strides, long reachings, reelings
And ginger-glistening wings
From collision to collision.
Aimless in mo particular direction,
Just exerting her last to escape out of the overwhelming
Of whatever it is, legs, grass,
The garden, the country, the country, the world-

Sometimes she rests long minutes in the grass forest
Like a fairytale hero, only a marvel can help her.
She cannot fathom the mystery of this forest
In which, for instance, this giant watches-
The giant who knows she cannot be helped in any way.

Her jointed bamboo fuselage,
Her lobster shoulders, and her face
Like the pinhead dragon, with its tender moustache,
And the simple colourless church windows of her wings
Will come to an end, in mid search, quite soon.
Everything about her, every perfected vestment
Is already superfluous.
The monstrous excess of her legs and curly feet
Are a problem beyond her.
The calculus of glucose and chitin inadequate
To plot her through the infinities of the stems.

The frayed apple leaves, the graunting raven, the defunct
tractor
Sunk in nettles, wait with their multiplications
Like other galaxies.
The sky’s Northward September procession, the vast soft
armistrice,
Like an Empire on the move,
Abandons her, tinily embattled
With her cumbering limbs and cumbered brain.

(from “Autumn Notes”, 1976)
An Eel

I

The strange part is his head. Her head. The strangely
ripened
Domes over the brain, swollen nacelles
For some large containment. Lobed glands
Of some large awareness. Eerie the eel�s head.
This full, plum-sleeked fruit of evolution.
Beneath it, her snout’s a squashed slipper-face,
The mouth grin-long and perfunctory,
Undershot predatory. And the iris, dirty gold
Distilled only enough to be different
From the olive lode of her body,
The grained and woven blacks. And ringed larger
With a vaguer vision, an earlier eye
Behind her eye, paler, blinder,
Inward. Her buffalo hump
Begins the amazement of her progress.
Her mid-shoulder pectoral fin-concession
To fish-life-secretes itself
Flush with her concealing suit: under it
The skin’s a pale exposure of deepest eel
As her belly is, a dulled pearl.
Strangest, the thumb-print skin, the rubberized weave
Of her insulation. Her whole body
Damascened with identity. This is she
Suspends the Sargasso
In her inmost hope. Her life is a cell
Sealed from event, her patience
Global and furthered with love
By the bending stars as if she
Were earth’s sole initiate. Alone
In her millions, the moon’s pilgrim,
The nun of water.
II

Where does the river come from?
And the eel, the night-mind of water
The river within the river and opposite-
The night-nerve of water?

Not from the earth�s remembering mire
Not from the air’s whim
Not from the brimming sun. Where from?

From the bottom of the nothing pool
Sargasso of God
Out of the empty spiral of stars

A glimmering person
(from “River”, 1983)

Leave a comment