Γιώργος Λίλλης | Ο Κύριος Ταυ

«Ο κύριος Ταυ ξυπνάει κάθε μέρα σ΄ έναν άλλο άνθρωπο». Ξεκινώντας μ΄ αυτό το στίχο, η Κατερίνα Ηλιοπούλου, στην ποιητική σύνθεση Ο κύριος Ταυ, σηματοδοτεί την αναζήτηση του εγώ. Ο κύριος Ταυ ανακαλύπτει πως η ταυτότητά του δεν ορίζεται μόνο από τον ίδιο αλλά και από εξωγενείς παράγοντες, συνθέτοντας τον άλλο, για να ενωθεί μαζί του, διερευνώντας την περίπλοκη ύπαρξη που τοποθετείται μέσα στο καθρέφτη της γνώσης. Είναι ο άνθρωπος που γεννιέται και πεθαίνει μέσα μας. Που «όταν μένει εντελώς γυμνός/αποθέτει το βλέμμα του στο καθρέφτη/όπως κάποιος κρεμάει το παλτό του σ΄ ένα γάντζο. Όμως αντί για μάτια έχει δύο ψάρια». Ο κύριος Ταυ δεν είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Τον απασχολεί η ανατροπή της πραγματικότητας. Γι΄ αυτό και το βλέμμα του είναι ποιητικό. Ενώ η καθημερινότητά του δεν είναι καθόλου διαφορετική από τη δική μας, επιμένει να εστιάζει το βλέμμα του στις φυλλωσιές των δέντρων, στα δυσανάγνωστα κείμενα, στα σμήνη των πουλιών. Το ότι έχει δύο ψάρια για μάτια, τον βοηθά να κάνει καταδύσεις σε μεγάλα βάθη, εκεί όπου οι καθρέφτες σπάζουν και το φως αλλοιώνεται, εκεί όπου μπορεί να συναρμολογήσει τις στιγμές του για να υπάρξει μέσα στον προσωπικό του παράδεισο. Εξάλλου η μεταμόρφωση αυτή, απόλυτα διανοητική, έρχεται σε αντίθεση με τους φόβους του, με τη μοναξιά που βιώνει. Ο κύριος Ταυ είναι ουμανιστής, πιστεύει στον άνθρωπο, αξιολογώντας τον με κριτήρια επιείκειας. Η ζωή του δεν έχει να επιδείξει κάτι ηρωικό, ταλαντεύεται ανάμεσα στην σιωπή και το θόρυβο, επενδύει περισσότερο στην σκέψη παρά στην πράξη. Μοιάζει πάρα πολύ με το πρότυπο του σύγχρονου Ευρωπαίου, όμως, εκεί όπου νομίζει κάποιος ότι τον έχει περιγράψει, εκείνος μας προειδοποιεί πως στο όνειρό του φαντάζεται πως είναι ο κανένας. Ένας άγνωστος που κρύβεται πίσω από τις λέξεις για να ορίσει μέσα από τους γλωσσικούς του φραγμούς τον εαυτό του. Οι καθρέφτες λένε ψέματα, η «τελεία μεγαλώνει ολοένα μέχρι να καλύψει τα πάντα». Ο κύριος Ταυ είναι κρυμμένος πίσω από πολλά προσωπεία θέλοντας να προστατέψει την αυθεντικότητά του. Επιθυμία του είναι να εξοικειωθεί  με το σύμπαν, με τις λέξεις, με το τρόμο του αδιέξοδου, με την νίκη και την ήττα, με την αδιαφιλονίκητη αγάπη του για το παράδοξο το οποίο συγχρόνως τον ενώνει και τον απομακρύνει από την αλήθεια που αναζητεί. Η αγωνία του όμως κορυφώνεται όταν η αυτογνωσία τον φέρνει σε σύγκρουση με το ίδιο του το περιβάλλον. Ενώ αφουγκράζεται με προσοχή τα πάντα, ενώ βιώνει έντονα τα πάντα, κάπου στο βάθος, μια σκιά σκεπάζει την ανιδιοτέλειά του, τον απομακρύνει από το φως και ορίζεται ξανά στο σκοτάδι μαχητής:

Ο Κύριος Ταυ από την πολυθρόνα του, στο δωμάτιο που
μυρίζει καπνό και μήλα,
παρακολουθεί το φως να αποσύρεται.
Όλα τα αντικείμενα του σπιτιού, αδερφωμένα με τη σκιά τους,
κοχύλια που μηρυκάζουν το κενό τους.
Δοκιμάζει έτσι κι αυτός τη σπειροειδή κατάβαση στο ρόδινο
λείο εσωτερικό προς τα εκεί που λένε πως κρύβεται η σιωπή.
Αυτή η μεγάλη απάτη.

Όμως ο κύριος Ταυ δεν μοιάζει καθόλου με κοχύλι.
Είναι πιο πολύ ένας δρόμος, μια διασταύρωση που τη
διατρέχουν αδιάκοπα οι διαβάτες.
Κι όσο πιο βαθιά κατεβαίνει, τόσο πιο καθαρά ακούει τον
ήχο των βημάτων.
Όμως καθόλου δεν τον νοιάζει. Ξέρει πως αυτό είναι η δική του σιωπή.

Μέσα στη γόνιμη σιωπή, εκεί όπου η απάτη του κόσμου και η απάτη των ειδώλων έρχονται να τον εκσφενδονίσουν στην αγκαλιά της ποίησης, στην παραμυθία της, και στην ομορφιά της, σ΄ όλα αυτά που δεν φαίνονται με το πρώτο μάτι, αλλά φανερώνονται όταν πιστεύεις στον εαυτό σου και ακούς της μέσα σου φωνές. Όπως τη φωνή της Σειρήνας. Που την ακούει και σαν αντάλλαγμα εκείνη του προσφέρει τα μάτια της. Για να αντέξει να ζήσει στη διαφάνεια, στην καθαρότητα του βλέμματος των αληθινών αισθημάτων. Ο κύριος Ταυ ταυτίζεται με τη Σειρήνα.  Του μεταφέρει τον έρωτα και το θάνατο ως εφόδια της γραφής του. Αντιπροσωπεύει το αρχαίο αρχέτυπο της ανθρώπινης υπόστασης. Εκείνη του τραγουδά κι εκείνος δέχεται αβίαστα τη δίκη του χρόνου, τις πληγές των ωρών, την κάθοδό του στον Άδη, και την ανάληψή του στη παθιασμένη του φωνή:
Τώρα στον ανάποδο κόσμο
μαζεύω  ίσκιους μετράω φυσαλλίδες
μετεωρίζομαι
στον τόπο από λειωμένους καθρέφτες:
Εδώ που δεν υπάρχουν είδωλα
και κάθε μορφή στέκει ανεπανάληπτη στο διηνεκές παρόν της.
Η Κατερίνα Ηλιοπούλου με το πρώτο ποιητικό της βιβλίο, εξίσου ώριμο και προκλητικό,  θεωρεί φιλοσοφικά τον άνθρωπο – ποιητή, τον μύστη δημιουργό. Τον αναλύει θέτοντας τον εαυτό της σε απόσταση για να μπορέσει να δει αντικειμενικά μέσω του κύριου Ταυ την δική της πραγματικότητα, να ορίσει τον δικό της μικρόκοσμο, να σμικρύνει τους φόβους και τις ανησυχίες της. Ο κύριος Ταυ αποτελεί μια προκλητική μελέτη του σύγχρονου ανθρώπου που απέμεινε απογυμνωμένος από μύθους και αναζητά δια μέσου της ουτοπίας μια νέα κοσμογονική αλλαγή. Ο κύριος Ταυ είναι μια πραγματεία πάνω στη μοναξιά του ανθρώπου:
Σ΄ αυτό τον κόσμο είναι ίσκιος χάρτινος.
Κάποιος που τραγουδά μπρος στην πανσέληνο
κάποιος που σέρνει αλυσίδες πάνω στο χιόνι.

Κάθε φορά πριν επιστρέψει, γράφει σ΄ ένα χαρτάκι
το όνομά του
και το θάβει στο χώμα.
Ποιος ξέρει τι προσμένει από αυτή την παράξενη σπορά.

Γιώργος Λίλλης

Leave a comment