Ευτυχία Παναγιώτου | Τα ιπτάμενα φωνήεντα του ανέμου

ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

Κατερίνα Ηλιοπούλου, «Ο κύριος Ταυ», εκδόσεις Μελάνι 2007· «Άσυλο», εκδόσεις Μελάνι, 2008

«Τα ιπτάμενα φωνήεντα του ανέμου»

Κάποιοι σύγχρονοι Έλληνες ποιητές δίνουν την εντύπωση πως στοχεύουν σε κάτι πέρα από την αισθητική πληρότητα. Μπορεί το πλούσιο παρελθόν της παγκόσμιας ποίησης ν’ αναιρεί την παρθενογένεση, ωστόσο αυτό δεν εμποδίζει το ποίημα να κάνει την εμφάνισή του στον κόσμο με τις αξιώσεις μιας ολόφρεσκης εμπειρίας ανάγνωσης, που είναι παράλληλα και τρόπος θέασης του κόσμου.

Η Κατερίνα Ηλιοπούλου (γενν. 1967) εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο ποίησης «Ο κύριος Ταυ» το 2007 (Βραβείο «Διαβάζω» Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα), το οποίο με συγκρατημένο συναίσθημα έως και κρυπτικότητα βρίσκεται στον αντίποδα της προσωπικής κατάθεσης, μεριμνώντας για την άσκηση των λέξεων (λιγότερο του ποιητή) στη λεπτομερή παρατήρηση. Κατ’ επέκταση, για το ποίημα που αρχίζει και τελειώνει, ως κατασκευή, στον εαυτό του, ως ακίνητη μα δονούμενη εν τω γίγνεσθαι παρουσία. Τα αινιγματικά ποιήματα που γράφει η περσόνα της συλλογής κύριος Ταυ είναι που διαμορφώνουν το σύμπαν των συναισθημάτων της· ο αναγνώστης αποκρυπτογραφεί ποιήματα μέσα σε ποιήματα, διερχόμενος ένα τοπίο ομόκεντρων κύκλων. Έτσι κατανοείται και η βαναυσότητα του λευκού χαρτιού: μια αναμονή στην εκκωφαντική σιωπή και μια αβέβαιης κατάληξης αναχώρηση με το μελάνι.

Το «Άσυλο», που εκδίδεται με κάποιο ρίσκο ένα μόλις χρόνο μετά τον «Κύριο Ταυ», εξετάζει στο μικροσκόπιο το εσωτερικό τοπίο του Ποιητή (εδώ γένους θηλυκού) τον οποίο προηγουμένως γνωρίσαμε από την απέξω να πράττει. Πρόκειται για ένα είδος «εμβάθυνσης» που είναι αποκεντρωτική, εξαπλώνεται οριζόντια. Η ποιήτρια είναι ένα πέρασμα, το άσυλο-ποίημά της είναι «ένα ηχητικό τοπίο για 8 φωνές», σε κάποιο ευωδιαστό δωμάτιο-κήπο με αντηχεία· καρπός, πέτρα, νερό, σκιά. Οι φωνές, γεμάτες απορία, είναι τα δέντρα, τα κλαδιά τους, αέρινες αισθήσεις, συνδέουν τη μέσα με την έξω πραγματικότητα.

Οι «κεντρικές» φωνές μοιάζουν να είναι η γλύπτρια (Φωνή Α) και ο κήπος (Φωνή Β), που συνομιλούν στο τηλέφωνο στη διάρκεια μιας μέρας. Ο ήχος βημάτων, το απόμακρο βουητό του αστικού τοπίου και το κρατς κρουτς των καλωδίων επηρεάζουν παρασιτικά την επικοινωνία ενώ την πλαισιώνουν κι άλλες έξι φωνές. Η καθεμιά μεταφέρει μιαν αυτόνομη ηχητική εμπειρία, ίσως όχι ταυτόφωνη με τις άλλες δύο, οπότε ό,τι αφουγκραζόμαστε μπορεί να είναι τόσο πολυφωνία όσο και ψευδοπολυφωνία.

Σε σχέση με τον «Κύριο Ταυ» όπου ο υπερρεαλισμός κρίθηκε αναγκαίος για την εξεικόνιση εσωτερικών διεργασιών, σε τρίτο πρόσωπο, ως προβολή τους σε πράγματα και προσωπεία, το «Άσυλο» διέπεται από περισσότερη ελευθερία έκφρασης, ωστόσο η αποκαλυπτική της δύναμη αποδομείται (μεταμοντερνιστικά) με την υιοθέτηση διαφορετικών και πρωτοπρόσωπων φωνών καθώς και σκηνοθετικών οδηγιών. Στο «Άσυλο» πραγματοποιείται μια μετατόπιση από τον υπερρεαλισμό στην ποιητική του Παραλόγου.

Ο τίτλος της συλλογής είναι εν μέρει ανατρεπτικός: δεν πρόκειται για θεραπευτήριο ή εξαγορευτήριο ανιάτων με αναμενόμενες υπαρξιακές εξάρσεις. Η ύπαρξη η ίδια ως κατάσταση μοιάζει να αμφισβητείται. Ό,τι υπάρχει είναι φωνές προσώπων που έχουν χάσει τον πυρήνα-ταυτότητά τους, με κίνδυνο να χάσουν την ίδια τους την υπαρκτότητα, εφόσον ο τελολογικός τους σκοπός, η ομιλία, δεν διέπεται από ένα και ξεκάθαρο μήνυμα-νόημα. Μόνο σπαράγματα λόγου, μια αποσυντεθειμένη πραγματικότητα και πανεπόπτης κανείς να ορίσει την αλήθεια. Το «Άσυλο» συνεπάγεται και το κατακερματισμένο πρόσωπο της ποίησης, τη θραυσματική, παρότι λαμπερή, της παρουσία σ’ έναν κόσμο κατόπτρων.

Η βιωματική εμπλοκή του αναγνώστη με τα ποιήματα είναι μάλλον αμήχανη. Ο «Θάλαμος μεταμέλειας», «Η αφαίρεση πλοκής», ο «Ακατανόητος μονόλογος που καταλήγει σε ιστορία» και το «σκότωμα» είναι ενδείξεις για μια αισθητική θεωρία που, παρότι δεν αποκαλύπτεται πλήρως, κεντρίζει έντονα το ενδιαφέρον. Ωστόσο, ανάμεσα στη διάσπαση της ενότητας του εαυτού και το πλάσιμό της και πάλι, κι όλο αυτό απ’ την αρχή, αποζητείται η υγρασία και της πιο σκληρής –έστω– συγκίνησης.

Η σιωπή πάντως, ως ένα μέρος όπου βρίσκει κάποιος τον εαυτό του, είναι στον «Κύριο Ταυ» μια μεγάλη απάτη· στο «Άσυλο» αποτελεί ένα παγερό αδιέξοδο: «Και γεμίζω αργά σαν μελανοδοχείο // (Είναι φρικτό να είσαι πλήρης από κάτι που δεν κατανοείς)».

Τα φωνήεντα της Ηλιοπούλου είναι μια προκλητική παράκαμψη από τα τετριμμένα. Καθότι δύσκολα, δεν είναι οι ήχοι που θα διάλεγε κάποιος, διαρρηγνύοντας τη φαινομενικά εσωτερική του τάξη, να τιθασεύσει.

Η παραπάνω βιβλιοανάγνωση δημοσιεύτηκε στην Αυγή 13/10/2009

Leave a comment