Τιτίκας Δημητρούλια | Ο κύριος Ταυ (Μελάνι, 2007)


Η Κατερίνα Ηλιοπούλου δεν επιλέγει στην πρώτη της συλλογή το πρώτο πρόσωπο, την εξομολόγηση του βιώματος, συχνά ακατέργαστη σε τόσα εγχειρήματα νέων ποιητών. Επιλέγει το τρίτο πρόσωπο και μια υβριδική αφηγηματικότητα και συνθέτει ένα ποίημα μαθητείας. Λογοτεχνική περσόνα, ο κύριος Ταυ παρατηρεί τον κόσμο και τον εαυτό του, συνομιλεί με πράγματα και όντα φανταστικά, δεν τον ενδιαφέρουν οι άλλοι, ακόμα και στις λιγοστές στιγμές που βρίσκεται στον δρόμο ή την ακροθαλασσιά. Μαθαίνει τα πράγματα, ή μάλλον μαθαίνει μέσα από τα πράγματα που αποτελούν γι’ αυτόν στάδια μύησης στον κόσμο και τον εαυτό.
Συγκεντρωμένος στη δική του σιωπή, που ορίζεται από δρόμους, διαβάτες και βήματα τα οποία αντηχούν μέσα του, ικανός να μιλά και χωρίς φωνή, ο κύριος Ταυ ασκείται στην ακινησία και την εισπνοή: καταπίνει, καταβροχθίζει, ρουφάει και αφομοιώνει όλα εκείνα που θα γεμίσουν τη σιωπή του με λέξεις. Διότι ο κύριος Ταυ είναι ποιητής. Και το τελετουργικό της καθημερινότητάς του, από το «Πρωινό ξύπνημα» ώς την εκπνοή που αποτελούν τα «Τρία ποιήματα του κυρίου Ταυ», είναι η μαθητεία του στον λόγο, μέσα από τη μοναξιά, τη σιωπή, την παρατήρηση, την απόλυτη και συντεταγμένη παράδοση στη φαντασία, που επιτελεί τη μετουσίωση και τη μεταμόρφωση.
Επιδιώκοντας τον βαθμό μηδέν των λέξεων, ορίζοντας τον χρόνο με τις κινήσεις και τις θέσεις του κυρίου Ταυ και έναν σταθερό, εν γένει, ρυθμό, η Ηλιοπούλου εκθέτει τον τρόπο με τον οποίο το βλέμμα της απορίας γίνεται λόγος πολύκλωνος και αινιγματικός. Ποίημα δωματίου, στα όρια της κλειστοφοβίας, «Ο κύριος Ταυ» δεν χωράει ωστόσο εύκολα στο καλούπι μιας ανάγνωσης. Η ένταση του ποιήματος είναι σαν το επικίνδυνο ρήγμα στο κεντρικό δωμάτιο του σπιτιού, που στην πραγματικότητα είναι «μια λεπτή ρωγμή στο πάτωμα σχεδόν αόρατη», αλλά μολύνει τον κύριο Ταυ με «μια φλέβα χοϊκή, παράνομη», μια χθόνια φλέβα βάθους. Ο κύριος Ταυ όταν μολύνεται: «Φοράει τότε το παλτό του και ανοίγει την πόρτα. / Επικινδυνότερος, αψύς και κοφτερός σαν λεπίδι περπατάει. / Θερίζει τα βλέμματα. Κουρντίζει των δρόμων το τραγούδι. / Ρουφάει το μεδούλι της εσπέρας.  / Από το κούφιο κόκαλό της φτιάχνει έναν αυλό και σαν φονιά / τον χώνει βιαστικά στην τσέπη. / Μα δεν τολμά να παίξει./» Γιατί δεν έχει έρθει ο καιρός της εκπνοής. Ετσι κι ο αναγνώστης του «Κυρίου Ταυ», μολύνεται αργά και σταθερά από την κίνηση του ποιήματος που δεν θέλει να είναι άλλο από τον εαυτό του, που δεν αναζητά εξωτερικά ερείσματα αλλά προσηλώνεται στον εσωτερικό του ρυθμό.
Ποίημα κλειστό, που εναλλάσσει παιγνιωδώς τα μέτρα και τους τρόπους, τον ελεύθερο στίχο με τον δεκαπεντασύλλαβο παρωδίας του λαϊκού ανιμισμού όταν μιλάει το σαράκι και τον πεζό λόγο της ακινησίας, «Ο κύριος Ταυ» κατακτά τον αναγνώστη κατά κύματα, σταδιακά. Με την ειρωνεία του, που συμπληρώνει το ουδέτερο του ύφους στην υπονόμευση της μεγαλοστομίας και την αναζήτηση της ψίχας των λέξεων: «επειδή δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτε άλλο, αποφασίζει πως / το βότσαλο είναι εχθρός του κόσμου και το πετάει μακριά. / Το βότσαλο πέφτοντας δημιουργεί αυτό που λέμε “μια τρύπα στο νερο”.» («Ο κύριος Ταυ σε ένα θαλασσινό τοπίο»). Με τις εικόνες του, που αίφνης αναπτύσσουν τρομακτικές θερμοκρασίες, όπως στην ιστορία με το «ποθητό αγρίμι, το φοβισμένο αγρίμι / το ερεβώδες», που ο κύριος Ταυ το καταβρόχθισε: «Η πράξη αυτή, η οποία ήταν προϊόν καθαρής παρόρμησης, δεν προσέδωσε στον κύριο Ταυ κανένα από τα χαρακτηριστικά του αγριμιου. Γι’ αυτό εξακολουθεί να το καλεί επίμονα από τη σπηλιά του, που τώρα πια είναι ο ίδιος. Σπανίως, εκείνο ανταποκρίνεται και αρχίζει να κινείται μέσα του αργά. Οι μαλακές πατούσες του που καίνε, αγγίζουν τότε ένα ένα τα κοκάλινα πλήκτρα των σπονδύλων του. Το λαχάνιασμα του αγριμιού κάνει το στήθος του να προεκτείνεται. Οταν η ανάβαση ολοκληρωθεί ο κύριος Ταυ γίνεται ακρόπρωρο. Με μάτια ξύλινα, σκαλιστά, βυθίζεται στο βλέμμα του αγριμιού.» «Ο κύριος Ταυ» είναι ένα ποίημα βραδείας καύσεως, που συνομιλεί γόνιμα με τη σύγχρονη αμερικανική και αγγλική ποίηση της τελευταίας πεντηκονταετίας. Και η Κατερίνα Ηλιοπούλου, μια ποιήτρια που με την πρώτη της κιόλας συλλογή παρουσιάζεται σαν έτοιμη από καιρό.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό poema.gr

Leave a comment