Κάθετη Όραση

Αύγουστος / Αστυπάλαια
Στοιβαγμένοι στο καραβάκι που μας μεταφέρει σε απρόσιτη παραλία. Κάτω από πελώριους βράχους μέσα από θαλασσινές σπηλιές. Οι συνεπιβάτες μου, άντρες και γυναίκες, άγνωστοι άνθρωποι διακατέχονται από μια παράξενη νευρικότητα. Μιλούν ασταμάτητα. Περιβάλλονται από τα υπάρχοντά τους, τα σύνεργα ψαρέματος, ομπρέλες, παιχνίδια, περιοδικά και θερμός, κάμερες και φωτογραφικές μηχανές. Κάθε τόσο τ’ακουμπούν, τα φέρνουν κοντά τους και ησυχάζουν. Ανυπομονούν. Βαριούνται. Τα πρόσωπα και τα σώματα έτσι εκτεθειμένα σε ένα τέτοιο φως, σ’έναν τέτοιο άνεμο, σ’ένα τέτοιο αλάτι που τα σκάβει αλύπητα, μορφάζουν με δυσφορία. (Ποιος μίλησε για ευδαιμονία; Το καλοκαίρι είναι σκληρή εποχή.) Κάθε τόσο σηκώνονται, παραπατούν μέχρι την κουπαστή και φωτογραφίζουν. Τα στρώματα των βράχων, οι υγρές σπηλιές, οι μικροί κόκκινοι αστερίες δεν υπάρχουν. Κανένα βλέμμα δεν τους διαπέρασε, καμμιά ψυχή δεν επιθύμησε να ανταλλάξει τη θέση της με τη δική τους. Η φωτογραφία σαν φυλακή αποταμίευσης. Μόνο που ότι αποταμιεύεται ως γνωστόν δεν υπάρχει, παρά σαν μελλοντική απολαβή και σ’αυτήν την περίπτωση δεν είναι παρά αέρας κοπανιστός που έχει χάσει και το άρωμά του.

Ιούνιος / Βενετία
Στην Piazza San Marko. Ουρές ατελείωτες κάτω από τον καυτό ήλιο. Το πλήθος μας αποθαρρύνει, οπισθοχωρούμε ζαλισμένοι ψάχνοντας ένα πεζούλι στη σκιά των κτιρίων. Ένας περίεργος θόρυβος απλώνεται παντού. Ολόκληρη η πλατεία δονείται από τα αλλεπάλληλα  διπλώματα και ξεδιπλώματα των φακών, σπάει και κομματιάζεται καρέ καρέ, διαλύεται μέσα στο φως σωριάζεται στάχτη. Ζούμε καταγράφοντας συνέχεια το παρόν μας, με αυτά τα εργαλεία, με αυτά τα όπλα που σκοτώνουν το χρόνο, μάτια δολοφόνοι. Όχι μάτια εξερευνητές, μάτια ηθοποιοί, μάτια εραστές, μάτια ιδαλγοί, αλλά μάτια δολοφόνοι. Ψάχνουν για τρόπαια, για θηράματα που δεν θα φάνε καν.
Παρασυρμένη από το ρεύμα, χωμένη σε ένα στενό, γυρίζω το κεφάλι μου και την βλέπω από μακριά ολόκληρη, σα θηρίο της ζούγκλας, ν’αποτινάζει τα σύννεφα των ζωυφίων που την πολιορκούν, ακούω το μυθικό βρυχηθμό της.

Ιούλιος/Βερολίνο
Potzdamer Platz ένα ουδέτερο, ανοιχτό, ισοπεδωμένο πεδίο, ένα no man’s land πριν την πτώση του τείχους. Τώρα πλήρως ανοικοδομημένη με ουρανοξύστες εταιριών, διαδηλώνει την ευημερία της Δύσης, την πλήρη επικράτησή της. Με έναν περίεργο τρόπο παραμένει μια έρημος. Στο shopping center της Sonny με τον τεράστιο θόλο, έναν αρχιτεκτονικό θρίαμβο, ξεκουραζόμαστε για καφέ στα απομεινάρια του προπολεμικού Esplanade. Ομάδες ανθρώπων εισέρχονται στο Mall κατανυκτικοί, συντετριμένοι από την ομορφιά του, έρχονται να προσκυνήσουν στους καθεδρικούς της εποχής τους. Εμείς οι αιρετικοί βρισκόμαστε στην άκρη, μασάμε την ειρωνία μας και καπνίζουμε. Αργότερα, στο αχανές συγκρότημα κτιρίων που αποτελούν το Kulturforoum, όπου φυλάσσονται τα ιερά επιτεύγματα του πολιτισμού μας, υποκύπτουμε. Πληρώνουμε εισιτήριο για να περιπλανηθούμε στις κάτασπρες αίθουσες της Πινακοθήκης, που αφηγούνται τους μύθους μας. Αυτούς που μάθαμε να μας δονούν, αυτούς που δεν μας περιέχουν πια. Από όλα τα εκθέματα τα ανθρώπινα πρόσωπα των πορτραίτων που μας κοιτάζουν, έχουν πάντα τον τρόπο να γατζώνονται λίγο περισσότερο στην ψυχή και να μένουν εκεί. Βουλιάζουν αργά προς τα μέσα και μας λυτρώνουν με το χάδι της συνενοχής.

Οκτώβριος / Αθήνα
Ο κόσμος σαν συνεκτικός ιστός και τα πράγματα που τον απαρτίζουν δεν είναι περατωμένο έργο. Είναι ανεξάντλητα ανολοκλήρωτος και ανοιχτός. Η φανερή ορατότητα των πραγμάτων είναι δυνατή μόνον γιατί αγγίζει μια μυστική ορατότητα μέσα στο σώμα, μια εσωτερική ηχώ. Αλλιώς τα πράγματα είναι νεκρά τρόπαια, κουρέλια εικόνων, κελύφη χρόνου και χώρου. Απολογισμοί σε έναν ισολογισμό που θα βγαίνει παντα ελλειματικός. Δεν ρίχνουμε το βλέμμα μας στον κόσμο παρά ριχνόμαστε στον κόσμο μέσω του βλέμματος σα να κάνουμε ένα άλμα στο κενό, αποχωριζόμενοι τα αυτονόητα σχήματα της νόησής μας. Σε αυτή την κίνηση υπάρχει η πιθανότητα να τον συναντήσουμε. Ίσως αυτό να είναι η «κάθετη όραση», μια έκφραση που σκέφτηκα με αφορμή την έκθεση φωτογραφίας του Αλέξανδρου Γεωργίου. (γκαλερί Ελένη Κορωναίου Οκτώβριος 2006, με τίτλο «Χωρίς δικό μου όχημα» ) Σε αυτές τις εικόνες δεν υπήρχε πραγματικά τίποτα «να δεις», τροφή για τον αμφιβληστοειδή, υπήρχε κάτα έναν τρόπο μόνο η δόνηση του σώματος απέναντι στο ερέθισμα, η κίνησή του μέσα στον τόπο της εμπειρίας του και η συνάντηση με τα πράγματα, όχι σαν συλλέκτης ούτε σαν καταγραφέας, αλλά σαν συνένοχος.
Αυτή η σχέση συνενοχής μας καθιστά πάντα νέους μέσα στον κόσμο της αντίληψής μας αλλά και υποβάλλει τον κόσμο σε μια ανανέωση ή μάλλον σε μια επιστροφή. Εκεί τα πράγματα δεν είναι οι αυτονόητες οντότητες της όρασής μας αλλά φωτίζονται από την ίδια την ανωνυμία τους. Ανταλλάσουν τις ποιότητές τους ώστε ορατό και αόρατο, παρουσία και απουσία, μέσα και έξω να διανοίγονται το ένα στο άλλο καθιστώντας την αντίληψη ένα πρωταρχικό πεδίο εμπειρίας που επιτρέπει τη διατήρηση του πολλαπλού και μιας ζωογόνου ανισορροπίας. Το βλέμμα δεν προυποθέτει την ορατότητα, αλλά την αναζητά και την επινοεί. Αυτού του είδους η αναζήτηση δομείται ως γλώσσα που πρέπει να αρθρωθεί. Ο κόσμος είναι ένα είδος κειμένου που περιμένει τον αναγνώστη ή τον συγγραφέα για να πραγματοποιηθεί. Η προσπάθεια να μετατρέψουμε τη δόνηση (το αόρατο που επενδύει το ορατό) σε ορατό ίχνος, να μιλήσουμε το άρρητο και να εκφράσουμε τον ανήκουστο λόγο (με λέξεις, με ήχους, με χρώματα, δηλαδή με φιλοσοφία, με λογοτεχνία με την τέχνη) διανοίγει μια προοπτική προς το πραγματικό που είναι η μόνη προοπτική. Εξερευνώντας τον κόσμο του οποίου είμαστε κομμάτι με την όρασή μας, βλέποντάς τον με αυτό τον τρόπο, γινόμαστε και ίδιοι ορατοί. Η επίθεση του βλέμματος απαιτεί να γίνουμε δημιουργοί προκειμένου να έχουμε την εμπειρία του κόσμου. Μια εμπειρία ωστόσο που δεν είναι ποτέ οριστική, δεν είναι αποτίμηση, αλλά καθορίζεται από την άπιαστη και άρρητη ποιότητά της.

(σκέψεις και αναμνήσεις με αφορμή το δοκίμιο του Μωρίς Μερλώ Ποντύ «Το μάτι και το πνεύμα», ελληνική εκδ. Νεφέλη 1991, μετάφραση Αλέκα Μουρίκη)

(περιοδικό happyfew.gr, στήλη poetrybox)