Mina Loy | The Lost Lunar Baedeker

ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΙΔΙΟΦΥΙΑΣ

Εξοστρακισμένοι όπως είμαστε μαζί με το Θεό–
Οι παρατηρητές των πολιτισμένων αποβλήτων
αναστρέφουν τα σινιάλα τους στο διάβα μας

Λεπροί του φεγγαριού
όλοι μαγικά επιμολυσμένοι
ερχόμαστε ανάμεσά σας
ανυποψίαστοι
για τις λαμπερές πληγές μας

χωρίς να ξέρουμε
πόσο διεισδυτικά φεγγοβολά
το πνεύμα μας
πάνω στα πάθη του Ανθρώπου
μέχρι που στρέφετε πάνω μας το λείο ηλίθιο πρόσωπό σας
σαν γυμνωμένο πισινό με μορφασμό αβορίγινου

Εμείς είμαστε οι ιερατικοί κλόουν
που τρέφονται με άνεμο κι αστέρια
και τις σκονισμένες βοσκές της φτώχειας

Η βούλησή μας σχηματίζεται
από παράξενες πειθαρχίες
υπεράνω των δικών σας νόμων

Μπορεί να μας γεννάτε
ή να μας παντρεύεστε
οι πιθανότητες της σάρκας σας
δεν είναι το δικό μας πεπρωμένο–

Η πανοπλία της ψυχής
λάμπει ακόμα–
Και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε
αν συγχέετε
μια τετοια σύντομη
διάβρωση με την κατοχή

Μέσα στα ψυχρά σπήλαια του Αδημιούργητου
σφυρηλατώντας την αυγή του Χάους
φτιάχνουμε εκείνο το αυτοκρατορικό κόσμημα του Σύμπαντος
-την Ομορφιά-

Ενώ εσείς δεν βλέπετε παρά
Μια ευαίσθητη σοδειά
εγκληματικών μυστηριακών αμάραντων
να στέκεται εμπρός στο δρεπάνι του λογοκριτή

LUNAR BAEDEKER

Ένας αργυρόχρωμος Εωσφόρος
σερβίρει
κοκαίνη μέσα στο κέρας της αφθονίας

Σε υπνοβάτες
με εφηβικούς μηρούς
τυλιγμένους
σε μανδύες ειρωνίας

Ξωτικά με λιβρέες
ετοιμάζουν
Λήθη
μεταθανάτια για νεόπλουτους

Παραληρηματικές Λεωφόροι
φωτισμένες
με ολόλαμπρες ψυχές
μικροβίων
από τάφους των Φαραώ

οδηγούν
σε υδραργυρικές ημέρες κρίσεως
Δυσώδεις οάσεις
αυλακωμένου φώσφορου– — —

το φέγγος του ουρανού ασπράδι-ματιού
λευκού -φωτός περιοχή
σεληνιακής λαγνείας

— — — Αστρικές πινακίδες
«Φτερούγα δείχνει προς οδό Άστρων»
«Ζωδιακή άμαξα»

Κυκλώνες
εκστατικής σκόνης
και στάχτες περιδινίζουν
σταυροφόρους
από παραισθησιακά φρούρια
θρυμματισμένου γυαλιού
σε κενούς κρατήρες

Ένα κοπάδι όνειρα
βοσκούν στη Νεκρόπολη

Από τις ακτές
ελλειπτικών ωκεανών
μέχρι την οξειδωμένη Ανατολή

Ονυχόφθαλμες Οδαλίσκες
και ορνιθολόγοι
παρατηρούν
την πτήση
του απαρχαιομένου Έρωτα

Και η «Αθανασία»
μουχλιάζει…….
στα μουσεία του φεγγαριού

«Νυκτόβιοι κύκλωπες»
Κρυστάλλινη παλλακίδα»
——————————–
Σημαδεμένη από την προσωποποίηση
η απολιθωμένη παρθένα των ουρανών
αυξάνει και φθίνει———————–

Ο Τελέσφορος Γάμος
Ή
Το ανούσιο ιστορικό
ΤΗΣ ΤΖΙΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΙΟΒΑΝΝΙ

Η πόρτα ήταν ένα πράγμα παράλογο
Όμως ήταν διαπερατή
Την διάβαιναν καθημερινά
Είχε τέτοιο σχήμα

Τζίνα και Μιοβάννι         ποιοι ήταν ένας Θεός το ξέρει
Εκείνοι ήξεραν      ήταν σημαντικό γι’αυτούς
Το να είναι αυτοί που ήταν
Ήταν οι εαυτοί τους
Σωματικά          υπερβατικά              διαδοχικά
συζευκτικά        και ήταν μάλλον      πλήρεις

Το απόβραδο κοίταζαν έξω από τα δυο τους παράθυρα
Ο Μιοβάννι έξω από το παράθυρο της βιβλιοθήκης του
Η Τζίνα από της κουζίνας το παράθυρο
Ανάμεσα στις κατσαρόλες και τα τηγάνια του
Όπου τόσο τρυφερά την φύλαγε
Όπου τόσο φρόνιμα εκείνη κρατούσε απσχολημένο τον εαυτό της
Κατσαρόλες και Τηγάνια        μαγείρευε μέσα εκεί
Κάθε είδους  σιαλαγωγά
Καποιοι λένε          ότι οι ευτυχισμένες γυναίκες είναι άυλες

Έτσι εδώ θα μπορούσαμε να την αφήσουμε
Αφού είναι η Τζίνα ένα θηλυκό
Όμως ήταν κάτι περισσότερο από αυτό
Όντας μια απαρχή                   ένας συσχετισμός
μια υποκίνηση της αντίδρασης του άνδρα
Από το απτό στο υπερβατικό
Μοριακός ερεθισμός της φαντασίας του
Η Τζίνα είχε τη χρήση της       Όντας χρήσιμη
χαρούμενα    συνειδητή
Άνθιζε στους Αιθέρες
Από τους οποίους καμιά καλοταιριασμένη γυναίκα δεν επιστρέφει ποτέ

Τις Κυριακές         ένα θερμό φως στο σαλόνι
Από τον χαλικόστρωτο δρόμο      πάνω στον άσπρο τοίχο
οποιοσδήποτε μπορούσε να το δει
Έλαμπε ένα σύνθετο ομοίωμα
Μαντόννα που έκρυβε έναν άντρα
κάτω απ’το κρινολίνο της
Ω για το κυανό της και το πορφυρό της
Τα σιωπηλά βλέφαρά της
Το λαμπερό χαμόγελό της

Ντιν ντον        είπε το κουδούνι
Μιοβάννι        φώναξε η Τζίνα
Θα μπορούσες να μου πεις
την ώρα για το δείπνο
Ουφ     είπε ο Μιοβάννι    είμαι
Εκτός τόπου και χρόνου

Η υπομονή είπε η Τζίνα    είναι μια αρετή
Κι έμαθε   σε οποιαδήποτε ώρα να προσφέρει
Το πιάτο    δεόντως απολαυστικό

Ότι κι αν έκανε ο Μιοβάννι με το εγώ του
Στη βιβλιοθήκη του
Για ότι κι αν αναρωτιόταν η Τζίνα   ανάμεσα στις κατσαρόλες και τα τηγάνια τους
Ποτέ δε ρώτησε ο ένας τον άλλο
Έτσι αυτοί    οι συνετοί    τρώνε το δείπνο τους μες τη γαλήνη

Από τι αποτελούταν η γαλήνη τους
Δε μπορούμε να πούμε
Μόνο που αυτός ήταν μεγαλοπρεπώς άνδρας
Αυτή αφανώς μια γυναίκα με κατανόηση
Κατανοώντας    τι είναι αυτό
Για τον Καθένα    η οντότητά του    για τους άλλους
οι  ιδιοσυγκρασίες τους    για την ελεύθερη επέκταση
για τους προσαρτημένους    η ελευθερία τους
Για τον άνδρα η δουλειά του
Για τη γυναίκα  η αγάπη της
Εύγευστα γεύματα     κι ένα ευκαιριακό χάδι
Ας είναι λοιπόν
Τόσο σπάνια είναι

Ενώ ο Μιοβάννι σκεφτόταν μοναχός στο σκοτάδι
Η Τζίνα υπέθετε πως κρυφοκοιτώντας    μπορεί να έβλεπε
Ένα κυκλικό φως    να λάμπει     γύρω απ’το μυαλό του
Ποτέ δεν άνοιξε την πόρτα
Φοβούμενη πως θα την τύφλωνε
Ή ότι ακόμα
Δεν θα έβλεπε     Τίποτε απολύτως
Έτσι ενώ εκείνος σκεφτόταν
Εκείνη κρεμόταν έξω από το παράθυρο
Ψάχνοντας για διάττοντες αστέρες
Κι όταν έπεφτε ένα άστρο
Ευχόταν ο Μιοβάννι να την αγαπά ακόμη άυριο
Και καθώς ο Μιοβάννι
Δεν έδωσε ποτέ προσοχή σ’αυτό το θέμα
Την αγαπούσε

Η Τζίνα ήταν μια γυναίκα
Που ήθελε τα πάντα
Να είναι τα παντα σε μια γυναίκα
Τα πάντα με κάθε τρόπο και ακαριαία
Ακατάπαυστα ποικιλόχρωμη
Ο Μιοβάννι την ήξερε πάντα
Ήταν η Τζίνα
Η Τζίνα που έδινε στη μονογαμία
Με τις κυμαινόμενες επιδιώξεις της
Μια εναλλάσουσα σταθερότητα
Απροσδόκητες απροσδιοριστίες.

Ο Μιοβάννι έμενε
Μνημειωδώς ίδιος
Ο ίδιος Μιοβάννι
Αν είχε γίνει κάτι άλλο
Ο κόσμος της Τζίνα θα είχε φτάσει στο τέλος του
Η Τζίνα χωρίς άξονα να περιστρέφεται γύρω του
Θα έφθινε σε μια τελεία

Τα πρωινά έριχνε
Ψυχρούς κρυστάλλους
Μέσα από αφοσιωτικά δάχτυλα
Σακχαρίνη      για το φλυτζάνι του
Και ψώνιζε
Μ’ένα Καλάθι
Στολισμένο μ’ένα κόκκινο φανελένιο λουλούδι
Όταν τεμπέλιαζε
Έγραφε ένα ποίημα πάνω στο λογαριασμό του γαλατά
Η πρώτη στροφή    Καλημέρα
Η δεύτερη     Καληνύχτα
Κάτι όχι πολύ δύσκολο
Να το μάθεις απέξω

Η τριμένη μυρωδιά του τραπεζιού από ασπρόξυλο
Λιπαρή καθαριότητα       του δίσκου κοπής
Τα πολύχρωμα λαχανικά
Διαισθητική ποιότητα του αλευριού
Ηχηρές σπίθες από το φύσημα του κάρβουνου
Παρατάσσονταν ανάμεσα στις παράτολμες ευτυχίες της
Χαιδεμένες απαλότητες του Σύμπαντός της
Όπου οι κύκλοι ήταν απλά στογγυλοί
Χωρίς ελαττώματα.

(Αυτή η διήγηση διακόπηκε όταν έμαθα ότι το σπίτι που την ενέπνευσε είχε υπάρξει η κατοικία μιας τρελλής γυναίκας.
–Forte dei Marmi)

Η τζαζ της χήρας

Η λευκή σάρκα σείεται με τη νέγρικη soul
Chicago! Chicago!

Ένας ακατανόητος ολολυγμός
αναδεύεται μέσα σε μια μάζα χλωμών φιδιών

στη ληθαργική έκσταση των βημάτων
που πισωπατούν προς έναν αρχέγονο σκοπό

Οι λευκοί σταματούν τα ζοριλίκια
κι οι μαύροι έχουν στα μάτια το φεγγάρι

Στοιχειωμένες απ’τα πνευστά
μέσα σε χάρης σύδεντρα

οι νιόβγαλτες παρθένες
γέρνουν προς τα όμποε

και φρεσκολουσμένοι ζιγκολό
καραδοκούν πίσω απ’τα κλαθμυρίζοντα ταμπού.

Μια ηλεκτρική κορώνα
συνθλίβει τα μυστικά φορτία του εδάφους.

τα ψαλιδισμένα περιγράμματα
διαλύονται
στα ρηχά νερά της μπρούτζινης παραφωνίας
περιστρεφόμενοι μίμοι

του έφηβου Έρωτα
καταπατητή

Οι μαύροι κτηνώδεις –άγγελοι
με τα ανθρώπινα γάντια τους
μουγκρίζουν μέσα από μια τεράτωδη ανάπτυξη μεταλλικών προβοσκίδων

και διαβολικές μουσικές
θρυματίζουν το εκστατικό καρβέλι
μπροστά σ’ένα σμήνος περιστεριών που λιγοθιμά.

Cravan
κολοσσιαίε απόντα
το υποκατάστατο σκοτάδι
κατρακυλά στην πυρακτωμένη ανάμνηση

του επιζώντα του έρωτα
πάνω σ’αυτή την πλούσια πυρά

που καίγεται απ’τις φλόγες του ήχου
η τεφροδόχος που χήρεψε

είναι ανίκανη να κλείσει μέσα της
το δολοφονημένο γέλιο σου

Σύζυγε
πόσο κρυφά από μένα εμοίχευσες με το θάνατο

ενώ αυτή η τζαζ η πλανεύτρα
ξεφυσά με την τροπική ανάσα της

ανάμεσα στις αντηχήσεις της σάρκας
μια σύνθεση
φυλετικού αγγίγματος

Το σεραφείμ και ο όνος
μέσα σε αυτό το αλάθητο εσπεράντο
της γης
συνδιαλέγονται
για την αείφωτη ηδονή

καθώς ο πόθος μου
αποτραβιέται
μακριά προς τους νεκρούς

αναζητά
την πυκνή σιωπή
του ακατοίκητου διαστήματος.

Οι νεκροί

Εκρεύσαμε από τους εαυτούς μας
Ξεκινώντας από την επιφάνεια
Από αυτό το αμαρτωλό δέρμα
Το ακατάλυτο ελαστικό

Που σας ορίζει
Ενώ περιδιαβαίνουμε στο στερέωμα
Οι βλεφαρίδες μας γυαλίζουν τ’αστέρια

Κουλουριασμένοι στο νεαρότερο κύτταρο
Ενός απογόνου
Φτύνουμε τα πάθη μας στις μήτρες που μας γέννησαν

Η σκιά μας μακραίνει
Μέσα στο φόβο σας
Καθορίζοντας την έκταση των αντιδράσεών σας

Είστε  γηραιοί
Απότοκοι της αθανασίας μας
Προσκολλημένοι όπως η Ζωή
Σε μια ασύλληπτη
Παντοδύναμη Διάσταση

Γυρίσαμε το μέσα μας έξω
Οι πόλεις σας κείτονται χωνεύοντας μέσα στα στομάχια μας
Τα φώτα των δρόμων περιπλανιούνται στο οφθαλμικό μας σκοτάδι

Κατάπιαμε την εξαγριωμένη πείνα σας
Και χορτάτοι πριν την αρτοκλασία
Αποσχιζόμαστε σε Ολότητες
Προκαλώντας τη Διάλυσή σας

Ανάμεσα στα απόβλητα των αγέννητων αιώνων σας
Εξάπτουμε τις τύψεις του μέλλοντός σας
Μέσα στις δραστήριες τεφροδόχους μας
Όζουν οι μελωδίες
Της  εκμηδενισμένης
Εφηβείας σας

Η υφή μας  σας διαφεύγει
Πρώτες-Ανάσες και οργασμοί
Το συντριπτικό ρίγος του αμετάβλητου
Η μακρινή ακτή μιας στιγμής
Το ανυπέρβλητο άνοιγμα του κύκλου
Ταχυδακτυλουργία του Θεού

Μόνο στις κρυφές γωνίες των Τρελοκομείων
Εκείνοι που έχουν πασχίσει να υπερβούν τους εαυτούς τους
Σκοντάφτουν πάνω στα λεία μας περιγράμματα

Οι υπόκωφες κραυγές αυτού
Που ανάβλυσε από τη συντροφιά μας
Αντηχούν φρικτές στ’αυτιά
Του μισού εαυτού που έχει απομείνει μέσα τους.

Der Blinde Junge

Η μάνα Bellona
γέννησε
το τυφλό της βρέφος
το Kreigsopfer
πάνω στα καλντερίμια της Βιέννης

Αστραποβόλο ίζημα
η φασματική μέρα
τυλίγει
το αόμματο εμπόδιο

αυτό το αργοκίνητο τυφλό πρόσωπο
που σπρώχνει
την παρθενική του μηδαμινότητα
ενάντια στο φως

Αγνός αμέριμνος ερημίτης
κεντρομόλου αισθαντικότητας

Επί του σάρκινου ωρολογίου του εαυτού
ο παλλόμενος τένοντας δείκτης ακινητεί

εφόσον η μαύρη έκλαμψη απογύμνωσε
το βωμό του αμφιβληστροειδούς

Κενός και αφανισμένος
ετούτος ο πλανήτης της ψυχής
προβάλλει από το λαίμαργο άνοιγμα
σε πτήση παγωμένη ανωφερή

Ένα νεαρό χνουδωτό ρύγχος
ψηλαφώντας τον ήλιο
καταποντίζεται μέσα σε ένστικτο ανενεργό

Ακούστε!
πεφωτισμένοι της πολύχρωμης γης
Πως αυτό το ανέκφραστο «πράγμα»
σβήνει την κόλαση και το συγκλονιστικό σκοτάδι

Με το όργανο της φωνής του

Der Blinde Junge (γερμανικά στο κείμενο): το τυφλό παιδί
Bellona: στην Ρωμαική μυθολογία η θεά του πολέμου, μητέρα του Άρη
Kreigsopfer: (γερμανικά στο κείμενο), θύμα πολέμου

Αθώος

Βούλωστο

Τραγούδα τη σιωπή
Στο πεπρωμένο
Δώσε μισή κορώνα
Σ’ένα μάγο
Μισή ματιά
Στου παράθυρου την έκλειψη
Και μέτρα τα έλυτρα
Απ’το σημερινό παζάρεμα
Που κείτονται
Στη φόδρα
Της τσέπης σου
Ενώ ταλαντεύεσαι
Ανάμεσα στο κατακόρυφο και το οριζόντιο
Ακόμα ένας πλάνητας
Γέρνει
Στο βραδινό λίκνο των τραμ

Αναριγεί ο λαιμός
Του Παλιάτσου της Τύχης
Τολύπες μαύρης νύχτας
Στάζουν απ’τις άκρες του παντελονιού του

Πάνω στο χώμα
Και ως που να λαλήσει ο πετεινός
Ακούς το παράφορο
Σμίξιμο
Του αρσενικού και του θηλυκού
Συμπαντικές αρχές
Που ζευγαρώνουν
Το μαρτύριο του πρωινού
Του αιχμάλωτου στην αγάπη των οικόσιτων μυγών
Και την ασυμβίβαστη
Δίψα της νιότης.

Άνοιξη
Που κάθε μέρα διαλαλεί
« Αυτός είναι ο φίλος μου ο Ήλιος
Πρέπει νά’χετε ξανασυναντηθεί»
Ή παίρνοντας για πρωινό τη βροχή
Βιάζεσαι
Να παρεμβληθείς
Στην πλησμονή
Της βλάστησης
Με ένα μπαστούνι

Ή να επιχρίσεις έναν φίλο
Με το ελαιώδες υπόλλειμα
Από την απόσταξη της ψυχής σου
Μπορεί να περπατήσετε μαζί ως τους Αιθέρες
Κάτω από την ίδια
Γλιστερή μεταξωτή ομπρέλα

«Πρέπει να σε βάλω
Να μου μετρήσεις τα άστρα
Ενάντια στην αριθμητική τους υπερβολή
Σε παρακαλώ κράτα μου το πιο λαμπρό
Για τελευταίο

Στην Τρίτη Λεωφόρο

1

«Θα έπρεπε νά’χεις εξαφανιστεί χρόνια πριν»–

εξαφανίσου λοιπόν
στην 3η Λεωφόρο
για να μοιραστείς την αμέριμνη ανωνυμία

με τα κορμιά που σέρνονται σαν ίσκιοι
εμψυχωμένα από τη διάψευση

της σιωπής τους   η μόνη δύναμη είναι
η αναπνοή
και πίσω της τα οξειδωμένα μεταλλικά περιγράμματα
των άλλων τους αρωμάτων

μέσα στον τερατώδη αέρα
της λεωφόρου με τα κόκκινα φώτα.

Εδώ κι εκεί
πένθιμες
επιγραφές νέον
πυρπολούν
ένα χαρακτηριστικό
πάνω στην άχρωμη κατήφεια
των σκυφτών μορφών τους.

Για τον καλλωπισμό τους
Ο Χρόνος, ο διαστροφικός ράφτης,
πότε, πότε
παίζει με ρούχο σμιλεμένο στον ιδρώτα
για να αποθέσει
πάνω σ’αυτά τα ανεπανόρθωτα ανδρείκελα
μια απόκοσμη γύμνια
μισοσαβανωμένης μούμιας.

2

Τέτοιες είναι οι ανταμοιβές της φτώχειας,
για να καταλάβεις—

Σαν ένας ηλεκτρικός μύκητας
που ξεπήδησε από την ίδια τη λαμπρότητα
του εγκολπωμένου θησαυρού του
και αντανακλάται στο πεζοδρόμιο,

σαν ένα λείψανο καθίσματος λιμουζίνας
ένας μύθος, παρατημένος εκεί,

μπροστά σε ένα φτηνό Σινεμά,

ένα ζαχαρωμένο κουβούκλιο ταμείου
που κρατά φυλακισμένη μια αστραφτερή
Θεά, μέσα σε μια μικρογραφία πύργου,
με τελετουργική κλειστοφοβία.

Αυτές είναι οι ανταμοιβές της φτώχειας,
για να καταλάβεις—

Φευγαλέα μες στη σκόνη,
η λάμψη ενός τρόλλει
φορτωμένου
με φωτεινά μπούστα;

αξιαγάπητοι μες την ανωνυμία
χάνονται
αντικατοπτρίζοντας
το πέρασμά τους.

Το χρυσό πουλί του Μπρανκούζι

Το παιχνίδι
γίνεται το αισθητικό αρχέτυπο

Ωσάν
κάποιος υπομονετικός χωριάτης Θεός
να σμίλεψε ξανά και ξανά
το Άλφα και το Ωμέγα
της Μορφής
σε ένα κομμάτι μέταλλο

Ένας γυμνός προσανατολισμός
χωρίς φτερά    χωρίς πούπουλα
—    ο απώτατος ρυθμός
κλάδεψε τις απολήξεις
λοφίο και νύχι
από
τον πυρήνα της πτήσης

Η απόλυτη καλλιτεχνική
πράξη
υποτάχθηκε
στο εγκρατές γλυπτό
–ελάχιστο σαν το φρύδι του Όσιρι—
αυτό το τόξο της αποκάλυψης

μια ακτινοβολούσα καμπύλη
που την γλείφουν φλόγες χρωμάτων
μέσα σε λαβύρινθους αντανακλάσεων

Αυτό το κύμβαλο
στιλβωμένης υπεραισθησίας
αντηχεί με μπρούντζο
καθώς το οργισμένο φως
χτυπά
την σημασία της

Η άμωμος
σύλληψη
του ανήκουστου πουλιού
συμβαίνει
μέσα σε υπέροχη εχεμύθεια   .  .  .

Gertude Stein

Κιουρί
στο εργαστήριο
του λεξιλογίου
συνέθλιψε
τη χωρητικότητα
της συνείδησης
την αποκρυσταλλωμένη μέσα σε φράσεις
για να απομονώσει
το ράδιο της λέξης

Μάρμαρο

Η Ελλάδα έριξε    λευκές σκιές
έσπειρε
λήθη στους βολβούς των ματιών τους

Ένα σμήνος πέτρινων
Θεών
κούρνιάζει πάνω σε βάθρα

Ένα πλήθος
αθλητών κρίνοι
μέσα σε στοές

σκάβουν τα προσωπεία του χώρου
με σπειροειδείς καμπύλες
ειδωλικής ουσίας
μες τη σιωπή

Μια κιονοστοιχία
Ο Απόλλων κυνηγά τον Απόλλωνα
με τη σκιά
ενός  χαμένου χεριού

Και πάνω απ’όλα, το Φεγγάρι — — —

Πρόσωπο ουράνιο
κυβερνάς
τον θαυμασμό μας.

Φεγγοβόλο
χαμίνι τ’ουρανού
πίσω σου μας σέρνεις.

Ασημένιο, κυκλικό λείψανο
ο θάνατός σου
μας μολύνει με μια αβάσταχτη παύση,

μετατρέπει τα άκρα των νεύρων μας
σε πυρωμένους παγοκρύσταλλους

Είσαι καθηλωτικό σαν κώμα, εύθραυστο σαν μπουμπούκι,
οι νύξεις της αντίστροφης αυγής σου
κατακλύζουν την ύπαρξη;
κάθε κύτταρό μας γίνεται ξωτικό.

The Lost Lunar Baedeker, selected and edited by Roger L. Conover
The Noonday Press, Farrar, Straus and Giroux, New York 1996

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ποίηση, τεύχος 30

Μετάφραση Κατερίνα Ηλιοπούλου, Ελένη Ηλιοπούλου

Leave a comment