Sylvia Plath

«Εκείνο το τρελό κορίτσι που αυτοσχεδιάζει τη μουσική του,

Την ποίησή του, χορεύοντας στην ακροθαλασσιά

Με την ψυχή του τώρα διχασμένη

Και σκαρφαλώνει, πέφτει, δίχως να ξέρει πού

Και κρύβεται σ`ενός ατμόπλοιου τ`αμπάρι

Με γόνατο σπασμένο, η κόρη αυτή, δηλώνω εγώ,

Είναι κάτι ωραίο και υψηλό, κάτι

Ηρωικά χαμένο που ηρωικά έχει βρεθεί.

 

Δεν έχει σημασία ποιά συμφορά τη βρήκε~

Την τύλιξε μια μουσική απελπισμένη

Και τυλιγμένη, τυλιγμένη μες στο θρίαμβό της

Εκεί που στοίβαζαν δεμάτια και καλάθια

Έβγαλε μια φωνή παράξενη, τραγουδιστή:

«Ω θάλασσα που θάλασσα ποθείς, θάλασσα πεινασμένη».

( Τρελό κορίτσι, του W. B. Yeats, μτφ. Σπ. Ηλιόπουλος)

 

Στις 11 Φεβρουαρίου 1963 στην οδό Fitzroy 23, στο Λονδίνο, στο σπίτι που έζησε ο αγαπημένος της ποιητής  S. B. Yeats, πέθανε η Αμερικανίδα  ποιήτρια Sylvia Plath σε ηλικία τριάντα ετών.

Αναμφίβολα προικισμένη, τελειομανής, ιδιοφυής , διαταραγμένη και αυτοκαταστροφική, η Sylvia Plath, προλαβαίνει να αφήσει πίσω της ένα ποιητικό έργο οξύ, για μερικούς αμφιλεγόμενο, με στιγμές σπάνιας ομορφιάς και τόλμης.

Η εντελώς ιδιοσυγκρασιακή φωνή της «εξομολογείται», χωρίς ποτέ να αυτοβιογραφείται τους στοιχειωμένους μύθους της. Το αποτέλεσμα είναι ποιήματα μπολιασμένα με σχεδόν δηλητηριώδεις δόσεις απελπισίας , οργής και πόθου για το θάνατο, αλλα συγχρόνως γεμάτα τρυφερότητα, οξύτητα πνεύματος, πάθος για ζωή

και δημιουργία, χιούμορ, ειρωνία.

Στις καλύτερες στιγμές τους ειναι προιόντα ποιητικής ιδιοφυίας, σπάνιας καλλιτεχνικής καθαρότητας και αγνότητας και επίσης μιας ασυνήθιστης γενναιοδωρίας.

Η Sylvia Plath δημοσίευσε το πρώτο της ποίημα σε ηλικία οχτώ ετών στην εφημερίδα Boston Sunday Herald. Συνέχισε να γράφει από τότε και στην διάρκεια της σύντομης σταδιοδρομίας της παρήγαγε περισσότερα από διακόσια πενήντα ποιήματα, πολλά άρθρα και δοκίμια για περιοδικά και για το BBC, περίπου εβδομήντα διηγήματα, ένα θεατρικό σε στίχους,ένα βιβλίο για παιδιά, μια νουβέλα και τουλάχιστον ένα προσχέδιο για ένα δεύτερο μυθιστόρημα. Σε όλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής της κρατούσε εκτεταμένες ημερολογιακές σημειώσεις οι οποίες έχουν δημοσιευτεί, καθώς και μια πλουσιότατη αλληλογραφία, κυρίως με την μητέρα της.

Η μητέρα της , η Aurelia Schober, καθηγήτρια Αγγλικών και Γερμανικών στο Γυμνάσιο, προέρχονταν από Αυστριακούς γονείς. Ο πατέρας της Otto Plath, Γερμανός ο οποίος μετοίκησε στις ΗΠΑ στην εφηβεία του, ήταν καθηγητής Γερμανικών και Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, όπου και γνώρισε την Aurelia, η οποία ήταν φοιτήτρια σε μια από τις τάξεις του.

Η Sylvia γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1932 και πέρασε τα παιδικά της χρόνια δίπλα στη θάλασσα, στις ακτές του Ατλαντικού, βόρεια της Βοστώνης. Στα εννέα της χρόνια χάνει τον πατέρα της γεγονός που τη σημαδεύει και κατά κάποιον τρόπο δεν του το συγχωρεί ποτέ. Ο Otto Plath πέθανε από διαβήτη που αγνοούσε όταν εξαιτείας του έπαθε γάγγραινα στο δεξί του πόδι. Στο ομώνυμο ποίημα της πρώτης ποιητικής συλλογής της, Colossus and other Poems, εμφανίζεται για πρώτη φορά η μορφή του πατέρα, ή μαλλον του νεκρού ή απόντος πατέρα, ένα από τα πιο σημαντικά πρόσωπα του ποιητικού σύμπαντος της S. P. Eκεί η κόρη προσπαθεί μάταια να συναρμολογήσει την κατακερματισμένη μορφή και να αποκαταστήσει την επικοινωνία μεταξύ τους.

Με το θάνατο αυτό θρυμματίζεται η θαυμαστή ενότητα με τον κόσμο, αμαυρώνεται η αθωότητα και η ψευδαίσθηση της απόλυτης συμμετοχής, και εισέρχεται στο γυάλινο κλουβί της εξορίας της. Σε ένα απόσπασμα από το διήγημα “Ocean 1212-W”, γράφει: «…. ένιωσα το τείχος του δέρματός μου. Εγώ είμαι εγώ. Εκείνη η πέτρα είναι μια πέτρα. Η παλίρροια στροβιλίστηκε, καταβρόχθισε τον εαυτό της………..Ο πατέρας μου πέθανε μεταφερθήκαμε στην ενδοχώρα. Έκτοτε εκείνα τα εννέα πρώτα χρόνια της ζωής μου σφραγίστηκαν σαν ένα καράβι μέσα σε μια φιάλη- όμορφα, απρόσιτα, αξέχαστα, ένας υπέροχος, λευκός ιπτάμενος μύθος».

Αργότερα αυτή η απώλεια θα μετουσιωθεί απο την ίδια σε ένα μύθο προδοσίας, όπου η μορφή του εκλιπόντος πατέρα συμμετέχει στο μυστήριο της αιμομικτικής σχέσης, στον αντιθετικό  και αλληλλοσυγκρουόμενο πόλο αρσενικού – θυληκού, στην εμπειρία του αποχωρισμού, αλλά παρουσιάζεται επίσης σαν θεματοφύλακας (αποτυχημένος) της χαμένης παιδικότητας, ασφάλειας, γνώσης, μνήμης, και γλώσσας. Η αναφορά στη γλώσσα, η προσπάθεια της επικοινωνίας , που είναι όμως μάταιη επανέρχεται ξανά και ξανά. Επίσης σημαντική είναι η σύνδεση της μορφής του πατέρα με τις εξουσιαστικές κοινωνικές δομές.

Μετά το τέλος των γυμνασιακών σπουδών της εγγράφεται στο Smith College το 1950, από όπου γράφει στο σπίτι: «….μού`ρχεται να ουρλιάξω από ευτυχία…..Ο κόσμος ανοίγει μπροστά στα πόδια μου σαν ένα ώριμο ζουμερό καρπούζι».

Θα είναι μια διακεκριμένη φοιτήτρια με πολλές επιτυχίες και έντονη κοινωνικότητα. Ωστόσο η τελειομανία της, οι υψηλοί στόχοι που θέτει στον εαυτό της και η υπερβολική δίψα για αναγνώριση και καταξίωσή της ως συγγραφέα, ασκούν τεράστια πίεση στον ήδη εύθραυστο ψυχισμό της και διαταράσσουν σοβαρά την ισορροπία της. Πάσχει από κατάθλιψη, βασανιστικές αυπνίες και διαταραχές συγκέντρωσης. Σε κάποιο από τα γράμματά της γράφει: « Νομίζω πως θα μου άρεσε να αποκαλώ τον εαυτό μου « το κορίτσι που ήθελε να γίνει Θεός».

Στο τέλος του δεύτερου χρόνου στο Smith, η S. P. επιλέγεται μαζί με άλλες είκοσι φοιτήτριες να δουλέψει στη σύνταξη του περιοδικού Mademoiselle στη Νέα Υόρκη, για το καλοκαίρι. Παρόλη την αναγνώριση που εισπράττει, την συναρπαστική κοινωνική ζωή της μεγάλης πόλης και την δημοσίευση άρθρων και ποιημάτων της στο περιοδικό, υποφέρει από κατάθλιψη. Αργότερα κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών στο σπίτι, απογοητευμένη από την απόρριψη της αίτησής της για συμμετοχή σε ένα καλοκαιρινό τμήμα δημιουργικής γραφής στο Harvard University, αποπειράται να αυτόκτονήσει με υπνωτικά χάπια. Την ανακαλύπτουν τρεις μέρες μετά, στο υπόγειο του σπιτιού σε ημικωματώδη κατάσταση. Εισάγεται εσπευσμένα στο νοσοκομείο και κατόπιν σε ψυχιατρική κλινική, όπου υπόκειται σε θεραπεία με ηλεκτροσόκ. Αυτή την περίοδο της ζωής της θα περιγράψει αργότερα στην ημιαυτοβιογραφική νουβέλα The Bell Jar, ( ελλ. «Ο γυάλινος κώδων», εκδ.Αίολος, μτφ.Γιάννα Νικολίτσα).              .

Ξαναγυρίζει μετά από έξι μήνες στις σπουδές της,  αποφοιτά με έπαινο και κερδίζει την υποτροφία Fullbright για το Cambridge University, στην Αγγλία. Εκεί διαπρέπει και πάλι κοινωνικά και ακαδημαικά, ταξιδεύει, κάνει φίλους, γράφει και γνωρίζει τον άγγλο ποιητή Ted Hughes, « τον μόνο άντρα στον κόσμο που είναι αντάξιός μου», με τον οποίο παντρεύονται έξι μήνες αργότερα.

Τo ζευγάρι μετακομίζει στις ΗΠΑ, όπου η S. P. διδάσκει στο Smith για ένα χρόνο. Προωθεί με κάθε τρόπο τη δουλειά του άντρα της, του οποίου η αναγνώριση αυξάνει, όμως η ίδια υποφέρει από άγχος και αισθάνεται επιβαρυμένη από τις επαγγελματικές της υποχρεώσεις, οι οποίες της αφήνουν λίγο χρόνο για να γράφει. Τον επόμενο χρόνο ο Τ. Η. κερδίζει την υποτροφία του ιδρύματος Guggenheim κι έτσι περνούν ένα χρόνο στη Βοστώνη γράφοντας ελεύθεροι από υποχρεώσεις. Η S. P. παρακολουθεί το τμήμα ποίησης στο οποίο διδάσκει ο Αμερικανός ποιητής Robert Lowell και γνωρίζεται με τους ποιητές Anne Sexton και George Starbuck. Την ίδια εποχή δύο ποιήματά της γίνονται δεκτά από το έγκριτο λογοτεχνικό περιοδικό New Yorker.

Τον επόμενο χρόνο η S.P. μένει έγκυος και οι Ηughes γυρνούν στην Αγγλία. Η Frieda Rebecca γεννιέται τον Απρίλιο του 1960. Λίγο πριν τη γέννηση της κόρης της η S.P. υπογράφει συμβόλαιο για την έκδοση της πρώτης της ποιητικής συλλογής , The Colossus and other poems, η οποία  λαμβάνει επαινετικές κριτικές. Δουλεύει εντατικά την πρώτη της νουβέλα, το Bell Jar. Στο τέλος του καλοκαιριού του επόμενου χρόνου μετακομίζουν σε μια αγροικία στο Devon και τον Ιανουάριο γεννιέται ο γιος της Nickolas. Είναι μια εποχή μεγάλης δημιουργικότητας. Παιδιά, ποιήματα, συντροφικότητα, έρωτας , φαίνεται πως οι κατάλογοι επιθυμιών και στόχων που διανθίζουν συχνά το ημερολόγιό της έχουν επιτέλους πληρωθεί. Η σκοτεινιά παραμένει, αλλά τακτοποιείται προσεκτικά μέσα στις αυστηρές φόρμες της ποιητικής αρχιτεκτονικής της. Παράλληλα εργάζεται πάνω σε ένα δεύτερο μυθιστόρημα, γράφει δοκίμια και βιβλιοκριτικές και ολοκληρώνει το θεατρικό της έργο σε στίχους, Three Women, το οποίο γίνεται δεκτό από το τρίτο πρόγραμμα του BBC. To κορίτσι που ήθελε να γίνει Θεός και ζήλευε θανάσιμα τους άντρες για την ελευθερία τους, που έφερνε την άγουρη δύναμη του Νέου Κόσμου, ( «….όμορφη, όμορφη Αμερική…../τόσο λυγερή και καινούρια και γυμνή/ δονούμενο μπουκέτο υγρών μενεξέδων» γράφει ο Ted Hughes) γίνεται σύζυγος και μητέρα, προσπαθώντας να διατηρήσει ανέπαφη την καλλιτεχνική της αγωνία στην απομόνωση της Αγγλικής εξοχής. Οι γείτονές της, τής διδάσκουν το χόμπι του πατέρα της: τη μελισσοκομία.

Τα ποιήματα που γράφτηκαν μεταξύ 1960 και 1962 περιλαμβάνονται στην ποιητική συλλογή Crossing the Water (εκδ.το 1971). Μαζί με τα ποιήματα της συλλογής The Colossus……αποτελούν τη μετάβαση από την νεανική πρωτολειακή ποίηση, στην εκρηκτική ποίηση της ωριμότητάς της.

Τα μεταβατικά ποιήματα, είναι ποιήματα σπάνιας και ανησυχητικής ομορφιάς , με πολύ αυστηρή δομή και με τη θεματική τους απομακρισμένη από τις αυτοκαταστροφικές εμμονές του «Ariel».

Πολλά ποιήματα εμπνέονται από το φυσικό κόσμο, που παρουσιάζεται άψυχος και αδιάφορος για τις ανθρώπινες έγνοιες, απέραντος στη δύναμή του και αποπλανητικός στην ηρεμία του. Ο ακραίος υποκειμενισμός, η εστίαση στο προσωπικό βίωμα υπάρχει εδώ ήδη, αφού ο κόσμος δυιλίζεται μέσα από το μάτι του καλλιτέχνη, «το μάτι ενός μικρού Θεού», παρόλο που υπάρχει έλεγχος στην εμπειρία και μια ειρωνική σχεδόν απρόσωπη προσέγγιση που αντηχεί τα μαθήματα του μοντερνισμού.

Πίσω από τα περίτεχνα αρχιτεκτονήματα, στο κέντρο βρίσκονται ήδη τα ζητήματα που απασχόλησαν την πιο ώριμη ποίηση της S. P. Η προσκόλληση στο θέμα της αυτοκτονίας, το αντίκρισμα του θανάτου  κατά πρόσωπο, η ίδια επιθυμία αποκόλλησης από το σώμα , το φορέα της ζωής και από τον κόσμο που είναι αφόρητος, μέσω της ποιητικής δράσης ή του θανάτου. Δύο πράγματα που τείνουν να ταυτίζονται στην εξελικτική πορεία της ποίησής της.

Toν Αύγουστο του 1962 η S.P. καίει τα χειρόγραφα του δεύτερου βιβλίου της, και όλα της τα γράμματα, περίπου χίλια γράμματα της μητέρας της καθώς και γράμματα και προσχέδια ποιημάτων του Ted Hughes, όταν μαθαίνει τη σχέση του με την Assia Wevill, οικογενειακή τους φίλη. Ο γάμος τους διαλύεται, ο Hughes φεύγει από το σπίτι και σχεδιάζουν να πάρουν διαζύγιο. Τον Οκτώβριο μετακομίζει με τα δυό της παιδιά, δύο και τεσσάρων ετών στο Λονδίνο. Το διάστημα αυτό μέχρι και το τέλος γράφει με έναν ρυθμό σχεδόν φρενιτιώδη. Μερικές φορές ακόμα και ένα ποίημα την ημέρα. Στα μέσα του Οκτωβρίου 1962, γράφει στη μητέρα της: « Είμαι συγγραφέας, είμαι μια ιδιοφυής συγγραφέας. Το έχω μέσα μου. Γράφω τα καλύτερα ποιήματα της ζωής μου. Αυτά θα με καθιερώσουν».  Ταυτόχρονα εργάζεται πάνω σε ένα τρίτο μυθιστόρημα με τίτλο “Double exposure”. To “Bell Jar”, κυκλοφορεί στην Αγγλία τον Ιανουάριο, και δέχεται πολύ καλές κριτικές. Κάνει εκπομπές στο BBC και σχεδιάζει δημόσιες αναγνώσεις ποιημάτων της. Όμως οι γενναίες της προσπάθειες να φτιάξει μια καινούρια ζωή για αυτήν και τα παιδιά της υπονομεύονται από την μοναξιά, το αίσθημα της προδοσίας, τα οικονομικά προβλήματα και την επιδεινούμενη κατάθλιψη. Στις 11 Φεβρουαρίου, αφήνει γάλα και μπισκότα στο δωμάτιο των παιδιών, ένα σημείωμα για την γυναίκα που τα φυλούσε κάθε πρωί, κλείνεται στην κουζίνα και αυτοκτονεί με υγραέριο.

 

Το γεγονός ότι η S.P. ήταν νέα , όμορφη και ταλαντούχα, το γεγονός της τραγικής αυτοκτονίας της , σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ήταν γυναίκα του επίσης διάσημου  ποιητή Τed Hughes,. δημιούργησε ένα τεράστιο μύθο γύρω από τη ζωή της.

Εκατοντάδες άρθρα και μελέτες  διανθίστηκαν με κάθε πτυχή ζωής της, λεπτομέρειες για την ερωτική της σχέση με τον Τed Hughes, για την ψυχική της υγεία, τις σχέσεις με τους γονείς της, δημοσίευσεις γραμμάτων και ημερολογίων που γεννούσαν άλλα άρθρα, έργο πρόθυμων τυμβωρύχων, βορά σε ένα κοινό άπληστο για θέαμα. Η S.P, που όσο ζούσε διψούσε για φήμη και αναγνώριση θα χαμογελoύσε ειρωνικά για όλα αυτά, μιας και στο «Λαίδη Λάζαρος», ένα από τα πιο διάσημα ποιήματά της, σχεδόν προφητικά απευθύνεται σε όλους αυτούς ( εμάς) :

«…Το πλήθος που μασουλά φυστίκια

Μαζεύεται να δει

 

Να με ξετυλίγουν χέρια και πόδια—

Το μεγάλο ξεγύμνωμα..

Κυρίες και κύριοι

 

Αυτά είναι τα χέρια μου

Τα γόνατά μου………………..».

 

 

Όλοι αυτοί, δημοσιογράφοι, αρθρογράφοι, μέρος της κριτικής, φεμινιστικές οργανώσεις  δημιούργησαν ένα πορτραίτο Αγίας –Μάρτυρος , πίσω από το τζάμι του οποίου η ίδια η ποίησή της διαφαίνεται όλο και πιο θολά.

Είναι αλήθεια ότι κεντρικό θέμα της ποίησής της είναι ο θάνατος και μάλιστα ο αυτοαφανισμός. Επίσης είναι αλήθεια ότι την ταλαιπωρούσαν ψυχικές διαταραχές και εμμονές . Όμως όλα αυτά , η ζωή , η τρέλλα , ο θάνατος δεν είναι θέματα , είναι μόνο οχήματα και θέμα κάθε αλήθινού ποιητή είναι η ίδια η ποίηση.

Και στην ποίηση καλύτερα να προσερχόμαστε αθώοι ή τουλάχιστον να αφηνόμαστε να μας αθωώσει ξανά , ακόμα και μέσα από τα «όξινα λουτρά , τους κεραυνούς, τους καταρράκτες του ουρανού».

 

 

«Ο αιμάτινος πίδακας είναι η ποίηση.Τίποτα δεν τη σταματάει»

 

Τα ποιήματα των δύο συλλογών “Ariel”,(εκδ.1965) και “Winter Trees”,(εκδ.1971) γράφτηκαν σχεδόν όλα τους τελευταίους οχτώ μήνες της ζωής της  Αφορούν λοιπόν ένα ενιαίο σώμα από πλευράς χρόνου αλλά και θεματολογίας.

Ανάμεσα σε αυτές και τις προηγούμενες δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά, αλλά ένα σταδιακό ξεκρέμασμα των μασκών, σαν τα πέπλα που πέφτουν στο «Δώρο γενεθλίων», για να προσεγγίσει την αυστηρότητα και τη διαύγεια του ποιητικού της οράματος.

Μια από τις πιο εντυπωσιακές πλευρές της ώριμης ποίησής της, είναι η ταυτόχρονη εξάρτηση και απεμπόλιση της παραδοσιακής φόρμας που εντείνουν την αίσθηση του ελέγχου πάνω στο υλικό της. Χειρίζεται κανονικό και ακανόνιστο μέτρο, ομοιοκαταληξίες, συνηχήσεις και τις φόρμες ενός αποδομημένου σονέτου, μπαλλάντας κ.λ.π., με την άνεση ενός ζογκλέρ που ρίχνει μαχαίρια και μας κόβει την ανάσα με τη ροή αυτών των θαυμάσιων οξείων, αλησμόνητων εικόνων.

Ο ποιητικός κόσμος της S.P. πρέπει να ληφθεί ως ετερόκοσμος, δηλαδή αυθύπαρκτος κόσμος, ανεξάρτητος από τη βιογραφία, τον οποίο διέπει μια έντονη θεατρικότητα. Εκεί το υποκείμενο- ποιήτρια στήνει τα φαντάσματά της , τους εμφυσσά ζωή και τους μιλά.

Ο χαμένος πατέρας, ο κολοσσός, ο Δεσμοφύλακας ο γιατρός, ο προδότης εραστής , ο αγαπημένος, ο θάνατος σαν φίλος, σαν δήμιος, σαν εραστής κι εκείνη ερωμένη , μαινάδα, μητέρα, ερωμένη, κόρη, αμαζόνα, εκδικήτρια, δημιουργός, θύμα. Είναι ένα ιδιωτικό υπερδιεγερμένο σύμπαν-κόσμος με προσωπικά σύμβολα και μύθους που πλέκονται σε μια διαρκή επεξεργασία.

«Μια αυστηρά προσχεδιασμένη σχεδόν μαθηματικά αναπόδραστη αίσθηση ήχων και υφών» σταλάζει μέσα μας καθως διαβαίνουμε αυτό το κατώφλι. Η S. P.. κάνει τον αναγνώστη συνένοχο, βάζοντας τον στα άδυτα ενός φαινομενικά ιδιωτικού εφιάλτη, όπου ο καθένας μας αναγνωρίζει ανομολόγητους πόθους και τρόμους, αλλά και την παράδοξη ομορφιά που γεννιέται από τον απεριόριστο τανυσμό της ψυχής προς την τελείωση- τέλος.

Η S. P παράγει τεράστια συγκίνηση σπρώχνοντας τη φαντασία της προς την κατεύθυνση του αυτοαφανισμού. Η ενέργεια, η δημιουργική ανάφλεξη συγκεκριμένων εικόνων, με την οποία προικίζεται αυτή η διαδικασία είναι εντυπωσιακή. Εικόνες εγκλεισμού και μιας ασφυκτικής ομηρίας της ταυτότητας της ύπαρξης, επανέρχονται ξανά και ξανά σε πολλά από τα ποιήματα της πιο ώριμης γραφής της. Το υποκείμενο βρίσκεται φυλακισμένο σε ασφυκτικούς χώρους- καταστάσεις: στο νοσοκομείο (Τουλίπες), μέσα σε σάβανο (Λαίδη Λάζαρος), σε κυψέλη (Κεντριά), πίσω από παραπετάσματα (Purdah), μέσα σε παπούτσι (Daddy), πιασμένο σε παγίδα(«Οκυνηγός κουνελιών»). Συχνά δε, δεν μπορεί να μιλήσει, («ο άνεμος με φίμωνε με τα μαλλιά μου», Ο κυνηγός κουνελιών, «η γλώσσα μου κολλάει στον ουρανίσκο», Daddy) ή να διακρίνει (τα πέπλα στο «Δώρο γενεθλίων), ή βρίσκεται σε παθητική θέση (λειώνει από πυρετό στο «40 Πυρετός»). Μπροστά στην αδυναμία να συλλάβει τον εαυτό του ολοκληρωτικά και να υπάρξει, καταλαμβάνεται από εκδικητική μανία, ή μετέρχεται μιας σειράς μεταμορφώσεων, λέαινα, δαίμονας, Κλυταιμνήστρα, δροσοσταγόνα, βασίλισσα μέλισσα, που καταλήγουν στην έξοδο, η οποία δεν είναι απελευθέρωση, δηλαδή μια κατάσταση που εμπεριέχει το μέλλον, αλλά λύτρωση μέσω του αυτοαφανισμού. Ο θάνατος είναι το πράγμα μοναδικά δικό της, είναι η στιγμή της μεγαλύτερης αυθεντικότητας που την προικίζει επιτέλους με την αλλιώς ανέφικτη συμπαγή ταυτότητα, αφού: «…….Το διαρκώς αναζητούμενο νόημα της ατομικής ψυχής περνά αναγκαστικά μέσα από τους λαβύρινθους της εκδίκησης και της αντεκδίκησης, μέσα από τους δαιδαλώδεις χώρους που αναδύονται από το Απύθμενο και την Άβυσσο, επειδή ακριβώς το Απύθμενο και η Άβυσσος συνιστούν το σταθερό πόλο έλξης της ατομικικής ψυχής, η οποία γειτνιάζει στενά προς το Χάος από το οποίο αναδύθηκε: ήτοι, προς την αυτοκαταστροφή και την απουσία.»

 

 

«Κι εγώ

Αφρός σταριού, στραφτάλισμα θαλάσσης…………..»

 

Κλείνοντας αυτό το σημείωμα θέλω να εξομολογηθώ πως μετά το τέλος αυτής της εργασίας που κράτησε τουλάχιστον τέσσερα χρόνια, με μερικά διαστήματα αποστασιοποίησης και άλλα σχεδόν εμμονικής ενασχόλησης, ξαναγυρνώ στην αρχική μου αίσθηση για την ποίηση της Sylvia Plath*. Εννοώ την εφόρμηση μιας ασυγκράτητης ενέργειας, φορέας της οποίας είναι μια υπερφορτισμένη γλώσσα. Από αυτόν τον ανελέητο καλπασμό παρασύρθηκα, δίνοντας αρχικά μικρότερη σημασία στο περιεχόμενο το ίδιο. Από τη μαγεία μιας ασθματικής αναπνοής, που με κυρίευε με το ρυθμό της~ μιας αναπνοής που γίνεται γλώσσα ή καλύτερα γλώσσα που γίνεται αναπνοή, δηλαδή σώμα σε κίνδυνο, και στις καλύτερες περιπτώσεις της έκφρασής του κοινωνεί στον αναγνώστη αυτό το οποίο περιγράφεται στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής «Άριελ». Εκεί όπου η γλώσσα και η φύση της ποιήτριας βρίσκονται σε απόλυτη επικοινωνία, και μέσω αυτής της σπάνιας ταυτοχρονικότητας επιτυγχάνεται η πολυπόθητη εγγύηττα με την εμπειρία. Το υποκείμενο, η πράξη και η διαδικασία γίνονται ένα.


 

* Η ίδια έχει πει σε μια συνέντευξή της: «Οι ποιητές που αγαπώ, κατέχονται από τα ποιήματά τους, όπως από τον ρυθμό της ίδιας τους της αναπνοής»

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ στο βιβλίο ΣΥΛΒΙΑ ΠΛΑΘ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Εκδόσεις Κέδρος 2003

Leave a comment